Οκτώβριος 2003
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Κερδισμένοι και χαμένοι
Γιατί οι πιο κερδισμένοι του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου κατά την τελευταία δεκαετία εντοπίζονται κυρίως στη νότια και την ανατολική Ασία, ενώ οι περισσότερο χαμένοι κυρίως στον πρώην σοβιετικό συνασπισμό και τις υποσαχάριες αφρικανικές χώρες; Η ιστορία προσφέρει μερική μόνο απάντηση: η ανατολική Ασία διαθέτει υπερχιλιετή παράδοση στο εμπόριο, και πρόσφατα έχει αναζωογονηθεί με την υιοθέτηση από πλευράς Κινέζων της οικονομίας της αγοράς. Η Σοβιετική Ένωση, από την άλλη, απολάμβανε το απυρόβλητο από τις πιέσεις της ελεύθερης αγοράς για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια. Στην Αφρική, οι εμφύλιες διαμάχες ή η ανεπαρκής υποδομή, που καταλήγουν σε υψηλό κόστος μεταφοράς, έχουν δυσχεράνει αρκετές οικονομίες. Μερικές μειονεκτούν επειδή δεν έχουν θαλάσσια διέξοδο· πολλές δεν έχουν να εμπορευτούν παρά μόνο προϊόντα φυσικής παραγωγής, οι τιμές των οποίων έχουν πέσει τα τελευταία χρόνια.

Σε μερικές περιοχές, ορισμένες χώρες υπέφεραν από την υιοθέτηση άστοχων πολιτικών, συχνά υπό την πίεση διεθνών ιδρυμάτων όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Πρώτη μεταξύ αυτών είναι η Ρωσία, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προσπάθησε να εναγκαλιστεί τον καπιταλισμό προτού όμως ιδρύσει τους θεσμούς που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του, όπως είναι ένα ανεξάρτητο τραπεζικό σύστημα, ένα σύστημα επιχειρηματικού δικαίου, και μια αποτελεσματική μέθοδος είσπραξης φόρων. Ενθαρρυμένη από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, η κυβέρνηση του προέδρου Μπόρις Γιέλτσιν προέβη σε ιδιωτικοποίηση του κρατικού βιομηχανικού τομέα, δημιουργώντας μια ολιγαρχική τάξη η οποία, γνωρίζοντας πόσο ασταθείς ήταν οι συνθήκες στο εσωτερικό, έστειλε τα χρήματά της στο εξωτερικό αντί να τα επενδύσει στη χώρα. Υπό την πίεση του ΔΝΤ, η Ρωσία επέβαλε μια υπερτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία, ευεργετώντας όσους εισήγαν αγαθά πολυτελείας, προκαλώντας όμως ύφεση στις εξαγωγικές βιομηχανίες. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τους εργαζομένους, οι οποίοι συχνά δεν πληρώνονταν ή πληρώνονταν σε είδος αντί σε ρούβλια.

Αντιθέτως, η Κίνα, ο μεγάλος κερδισμένος της παγκοσμιοποίησης, δεν ακολούθησε το υπόδειγμα του ΔΝΤ. Από τις χώρες του πρώην σοβιετικού συνασπισμού, μόνο λίγες, ιδιαίτερα η Πολωνία και η Ουγγαρία, κατάφεραν να αναπτυχθούν, και αυτό το πέτυχαν αγνοώντας τις συμβουλές του ΔΝΤ και υιοθετώντας επεκτατικά σχέδια, περιλαμβανομένου και του να ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισέπρατταν από φόρους. H Μποτσουάνα και η Ουγκάντα αποτελούν επίσης επιτυχημένες περιπτώσεις: παρά τα μειονεκτήματά τους, πέτυχαν σθεναρή ανάπτυξη δημιουργώντας σταθερές κοινωνίες για τους πολίτες τους, φιλελευθεροποιώντας το εμπόριο και εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις που αντιτίθενται στις συνταγές του ΔΝΤ.

Το ΔΝΤ έχει ακολουθήσει αποτυχημένες πολιτικές σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπως και το ίδιο έχει παραδεχτεί. Η αρχική του αποστολή ήταν να στηρίξει την παγκόσμια οικονομία προωθώντας την πλήρη απασχόληση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Joseph Stiglitz, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Columbia, ο οποίος το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για την οικονομία, τις τελευταίες δεκαετίες η υπηρεσία έχει καταλήξει να κυριαρχείται από οικονομολόγους πολύ πιο εναρμονισμένους προς την οικονομική κοινότητα απ’ ό,τι προς τις δανειολήπτριες χώρες. Πιστεύοντας στη χρησιμότητα της δημοσιονομικής λιτότητας, το ΔΝΤ επέβαλε αντιπαραγωγικές συσταλτικές πολιτικές στις δανειολήπτριες χώρες ως τίμημα για τα δάνεια. Ο Stiglitz έχει ενδείξεις πως το ΔΝΤ, καθώς και άλλα διεθνή ιδρύματα όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, αποπειρώνται να αναθεωρήσουν αυτές τις απόψεις τους.

Αν είναι σωστή, η παρατήρηση του Stiglitz θα αποτελούσε ευπρόσδεκτο νέο, μιας και η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου έχει αποδειχθεί μεγάλο όπλο στην καταπολέμηση της φτώχειας. Στην Κίνα, για παράδειγμα, ο αριθμός όσων ζουν σε συνθήκες αγροτικής πενίας μειώθηκε από τα 250 εκατομμύρια το 1978 στα 34 εκατομμύρια το 1999. Στις λιγότερο παγκοσμιοποιημένες χώρες, η φτώχεια αυξήθηκε κατά 4% μεταξύ του 1993 και του 1998, ενώ στη Ρωσία αυξήθηκε από 2% (το 1989) στο 24% (το 1998).