|
|
|
Λόγια έξαψης
|
|
|
|
Λειτουργώντας ως θρυαλλίδα για ένα επεισόδιο λυπηρό αλλά και συνάμα ενδεικτικό της οξείας πολιτικής διαπάλης που διεξάγεται γύρω από την αλλαγή κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο, εμφανίστηκε πρόσφατα μια μελέτη όπου εκφράζεται η άποψη ότι μάλλον είναι λάθος να αποδίδεται η θέρμανση του πλανήτη στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Όσοι αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τις προειδοποιήσεις σχετικά με τον κίνδυνο του φαινομένου του θερμοκηπίου, οι φιλικά διακείμενες προς τη βιομηχανία ομάδες και οι υπέρμαχοι της πολιτικής συντήρησης έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, διακηρύσσοντας ότι η επιστήμη των κλιματικών μεταβολών δεν οδηγεί σε αναμφίλεκτα συμπεράσματα και ότι συμφωνίες όπως το Πρωτόκολλο του Κιότο, οι οποίες θέτουν περιορισμούς στην εκπομπή βιομηχανικών αερίων που ευθύνονται για την παγίδευση της θερμότητας, είναι ολότελα περιττές. Αντίθετα, οι κλιματολόγοι του κυρίου ρεύματος, εκπροσωπούμενοι από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για τις Κλιματικές Αλλαγές (IPCC), εκδήλωσαν την ανησυχία τους διότι η επίμαχη μελέτη έτυχε δυσαναλόγως μεγάλης προσοχής, επιμένοντας ότι τα συμπεράσματά της είναι αμφίβολης επιστημονικής αξίας και υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες.
Η Sallie Baliunas και ο Willie Soon του Κέντρου Αστροφυσικής Harvard-Smithson προέβησαν σε επισκόπηση 200 και πλέον μελετών όπου εξετάζονταν κλιματικές καταγραφές στο φυσικό περιβάλλον —δεδομένα αναφορικά με φαινόμενα όπως η ανάπτυξη των αυξητικών δακτυλίων των δένδρων ή των κοραλλιών, τα οποία είναι ευαίσθητα στις κλιματικές συνθήκες. Οι δύο ερευνητές συμπέραναν ότι «σε ολόκληρο τον κόσμο, πολλές καταγραφές αποκαλύπτουν ότι ο 20ός αιώνας ίσως να μην είναι ούτε η θερμότερη ούτε η πλέον ακραία κλιματική περίοδος κατά την τελευταία χιλιετία». Υποστήριξαν ότι σε πλανητικό επίπεδο σημειώθηκαν δύο ακραίες κλιματικές περίοδοι —η Μεσαιωνική Περίοδος Θέρμανσης, από το 800 έως το 1300, και η Μικρή Παγετώδης Εποχή, από το 1300 ώς το 1900—, που αμφότερες ενέσκηψαν προτού οι βιομηχανικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου γίνουν αρκετά σημαντικές.
Οι επιστήμονες που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την άποψη περί ανθρωπογενούς φαινομένου του θερμοκηπίου χειροκρότησαν την εργασία αυτή. «Ο Soon και οι συνεργάτες του προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στην επιστημονική κοινότητα», παρατηρεί ο Gary Sharp του Κέντρου για τη Μελέτη του Κλίματος και των Ωκεάνιων Πόρων στον κόλπο του Μόντερεϊ της Καλιφόρνιας, «η οποία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να χάσει κάθε αξιοπιστία εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η IPPC χειρίζεται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και της μεγαλοποίησης των κινδύνων που εγκυμονεί η παγκόσμια θέρμανση».
Απεναντίας, σύμφωνα με τη γενικώς επικρατούσα μεταξύ των παλαιοκλιματολόγων άποψη, ενώ η Μεσαιωνική Περίοδος Θέρμανσης και η Μικρή Παγετώδης Εποχή υπήρξαν περιφερειακά φαινόμενα, στα τέλη του 20ού αιώνα γίναμε μάρτυρες των πιο ακραίων μέσων θερμοκρασιών του πλανήτη. Πολλοί απ’ αυτούς τους επιστήμονες διατείνονται ότι ο Soon και η Baliunas παρήγαγαν έργο εσφαλμένο εκ βάθρων —το οποίο και επέκριναν με ασυνήθιστα σκληρή γλώσσα. «Αν έτυχε καν κάποιας προσοχής, τούτο οφείλεται, και πάλι κατά τη γνώμη μου, στη χρησιμότητά του για εκείνες τις ομάδες που επιθυμούν να φύγει από την επικαιρότητα το ζήτημα της παγκόσμιας θέρμανσης», σχολιάζει ο Tim Barnett, ένας ειδικός στη θαλάσσια φυσική του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας Scripps, που στο έργο του αναφέρονται ο Soon και η Baliunas. Παρόμοιες απόψεις εξέφρασε και ο Malcolm Hughes του Εργαστηρίου Έρευνας των Αυξητικών Δακτυλίων των Δένδρων στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας, του οποίου το έργο επίσης περιελήφθη στην επισκόπηση των Soon και Baliunas. «Η εργασία του Soon είναι τόσο θεμελιακά εσφαλμένη σε επίπεδο σύλληψης και περιέχει τέτοια πληθώρα εξόφθαλμων λαθών ώστε θα χρειαζόταν κανείς εβδομάδες για να τα απαριθμήσει και να τα εξηγήσει όλα».
Αντί να βλέπουν ανωμαλίες σε παγκόσμια κλίμακα, πολλοί παλαιοκλιματολόγοι προσυπογράφουν τα συμπεράσματα του Phil Jones του Πανεπιστημίου της Νέας Αγγλίας, του Michael Mann του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια και των συνεργατών τους, οι οποίοι το 1989 άρχισαν να συνδυάζουν σε ποσοτική βάση τις κλιματικές καταγραφές στο φυσικό περιβάλλον. Στηριζόμενοι στα τεκμήρια που προέκυψαν από το εγχείρημά τους αυτό, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη κατά την παρελθούσα χιλιετία υπήρξε σχετικώς σταθερή ώς τον 20ό αιώνα. «Τίποτε στην εργασία μας δεν αναιρεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο το συμπέρασμα παλαιότερων μελετών ότι οι μέσες θερμοκρασίες που παρατηρήθηκαν κατά τα τέλη του 20ού αιώνα στο βόρειο ημισφαίριο υπήρξαν ανώμαλες, στο βαθμό που τις βλέπουμε με φόντο την παρελθούσα χιλιετία», έγραφαν ο Mann και ο Michael Oppenheimer του Πανεπιστημίου του Πρίνστον σε μια έκθεση που κυκλοφόρησαν ιδιωτικά.
Η σημαντικότερη επίκριση που διατυπώθηκε είναι ότι ο Soon και η Baliunas δεν παρουσιάζουν τα δεδομένα τους ποσοτικά —αντί τούτου, απλώς κατατάσσουν το έργο των άλλων σε δύο κατηγορίες με κριτήριο το αν αυτό υποστηρίζει ή όχι τους συγκεκριμένους ορισμούς που χρησιμοποιούν οι ίδιοι για τη Μεσαιωνική Περίοδο Θέρμανσης και για τη Μικρή Παγετώδη Εποχή. Συγκεκριμένα, οι Soon και Baliunas ορίζουν την «κλιματική ανωμαλία» ως μια περίοδο πενήντα ή περισσότερων ετών υγρότητας ή ξηρότητας ή έμμονης ζέστης (ή, για την περίπτωση της Μικρής Παγετώδους Εποχής, ψύχους). Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, με βάση αυτό τον πλατύ ορισμό, μια περίοδος υγρότητας ή ξηρότητας θα θεωρούνταν κλιματική ανωμαλία ακόμη κι αν η θερμοκρασία παρέμενε απολύτως σταθερή. Ο Soon και η Baliunas «έχουν επίγνωση» του γεγονότος ότι η Μεσαιωνική Περίοδος Θέρμανσης και η Μικρή Παγετώδης Εποχή θα έπρεπε να οριστούν σε θερμοκρασιακή βάση, πλην όμως σπεύδουν αμέσως να υπογραμμίσουν «τη μεγάλη μονομέρεια που θα προέκυπτε αν αυτές οι θερμοκρασιακές ανωμαλίες εξετάζονταν ξεκομμένα» από τις υπόλοιπες κλιματικές συνθήκες. (Όταν τους ζητήθηκε να ορίσουν την «υγρότητα» και την «ξηρότητα», ο Soon και η Baliunas περιορίστηκαν να απαντήσουν ότι αναφέρονταν στην καθιερωμένη χρήση των όρων.)
Επιπλέον, τα αποτελέσματά τους δεν ήταν συγχρονικά. Για παράδειγμα, μια κλιματική καταγραφή που δείχνει πως σε κάποιο μέρος του πλανήτη επικρατούσαν συνθήκες μεγαλύτερης ξηρότητας από το 800 ώς το 850 μ.Χ. θεωρήθηκε ίσης βαρύτητας τεκμήριο υπέρ της ύπαρξης κάποιας Μεσαιωνικής Περιόδου Θέρμανσης όπως και μια διαφορετική καταγραφή που έδειχνε συνθήκες μεγαλύτερης υγρότητας σε μια άλλη περιοχή από το 1250 ώς το 1300 μ.Χ. «Η ανάλυσή τους δεν λαμβάνει υπόψη το κατά πόσον οι θερμές/ψυχρές περίοδοι συνέπιπταν χρονικά», λέει ο Peter Stott, ένας κλιματολόγος που εργάζεται στο βρετανικό Κέντρο Hadley για την Πρόγνωση και την Έρευνα του Κλίματος. Τονίζοντας ότι οι περιφερειακές συνθήκες δεν αντικατοπτρίζουν κατ’ ανάγκην τον παγκόσμιο μέσο όρο, ο Stott σημειώνει: «Η Ισλανδία και η Γροιλανδία γνώρισαν τις θερμότερες περιόδους τους κατά τη δεκαετία του 1930, ενώ για ολόκληρο τον πλανήτη η πιο θερμή περίοδος υπήρξε η δεκαετία του 1990».
Το συμπέρασμα του Soon και της Baliunas ότι η θέρμανση που σημειώθηκε κατά τον 20ό αιώνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ασυνήθης πυροδότησε οξεία αντιπαράθεση και έντονες αντιδράσεις —ο Soon και η Baliunas απαντούσαν κατά κύριο λόγο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κάποια στιγμή αρνήθηκαν πλέον να δέχονται περαιτέρω ερωτήσεις. Οι κατηγορίες που αντηλλάγησαν δείχνουν απτά πόσο έντονη πόλωση χαρακτηρίζει την αντιπαράθεση που μαίνεται στις ΗΠΑ σχετικά με την αλλαγή του κλίματος. «Στοιχηματίζω ότι θα δυσκολευόσασταν πάρα πολύ να βρείτε κάποιον που να υποστηρίζει το Πρωτόκολλο του Κιότο και συνάμα να θεωρεί ότι αυτό το έγγραφο συνιστά καλή επιστήμη ή και αντίστροφα, κάποιον που να νομίζει ότι το έγγραφο είναι κακή επιστήμη και να αντιτίθεται στο Κιότο», προβλέπει ο Roger Pielke του Πανεπιστημίου του Κολοράντο. Να περιμένετε περισσότερες τέτοιες εξάρσεις της αντιπαράθεσης καθώς τα διακυβεύματα —και η θερμοκρασία του πλανήτη— συνεχίζουν να ανεβαίνουν.
|
|
|
|
|