Νοέμβριος 2003
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Έλεγχος αεροεπιβατών
Σκοπεύει άραγε το άτομο που κάθεται δίπλα σας να ανατινάξει το αεροπλάνο; Η Διεύθυνση Ασφάλειας Μεταφορών των ΗΠΑ (TSA) πιστεύει πως μπορεί να δώσει οριστική λύση στο ζήτημα της ασφάλειας των πτήσεων με την προτεινόμενη εισαγωγή ενός εξελιγμένου συστήματος δεύτερης γενιάς το οποίο είναι γνωστό ως Προληπτικός Έλεγχος Επιβατών με τη Βοήθεια Υπολογιστών, ή CAPPS ΙΙ. Από την άποψη της ποικιλίας των πληροφοριών που θα ελέγχονται, το νέο σύστημα αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο άλμα σε σχέση με την έκδοση 1.0 ―αν και ίσως αποδειχτεί υπερβολικά πολύπλοκο για να υλοποιηθεί χωρίς γενναία επιπρόσθετη χρηματοδότηση.

Το αρχικό σύστημα CAPPS, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία το 1998, επέβαλλε στις αεροπορικές εταιρείες που εδρεύουν στις ΗΠΑ να περνούν τα στοιχεία τα σχετικά με τις κρατήσεις θέσεων από έναν μυστικό αλγόριθμο που παρείχε η κυβέρνηση προκειμένου να εντοπίζονται επιβάτες οι οποίοι ενδεχομένως θα αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια των πτήσεων. Το εν λόγω σύστημα άρχισε να εφαρμόζεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι προσπάθειες για την ενίσχυση της ασφάλειας των πτήσεων εστιάζονταν στην ανίχνευση βομβών κρυμμένων σε αποσκευές που παραδίδονταν για έλεγχο πριν από τη φόρτωσή τους. (Επρόκειτο επίσης για ένα μέτρο που θα είχε προσωρινό χαρακτήρα, αφού υπήρχε η πρόθεση να αντικατασταθεί από ένα σύστημα το οποίο θα συνδύαζε τον κάθε επιβάτη με τις αποσκευές του, μια πρακτική που παγίως ακολουθείται στις πτήσεις εκτός των συνόρων των ΗΠΑ.) Μετά τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι αμερικανοί αξιωματούχοι επεξέτειναν το CAPPS ώστε να περιλαμβάνει όλους τους επιβάτες, και επέβαλαν στις αεροπορικές εταιρείες να μην επιτρέπουν την επιβίβαση σε όσους το όνομά τους ταιριάζει ή και μοιάζει με κάποιο από αυτά που περιλαμβάνονται στον επίσημο κατάλογο «απαγόρευσης πτήσης» παρά μόνον αν είχαν εξασφαλίσει προηγουμένως τη σχετική άδεια των αρχών δημοσίας τάξεως.

Το προτεινόμενο σύστημα CAPPS II συνιστά μια προσπάθεια να αναπτυχθεί ένα «εργαλείο εκτίμησης κινδύνου» που θα αποτελούσε το πρώτο στον κόσμο πλήρως αυτοματοποιημένο σύστημα ελέγχου του πρότερου βίου των επιβατών. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προτάσεις, το CAPPS II θα συγκρίνει το όνομα, την ημερομηνία γέννησης, τη διεύθυνση κατοικίας και τον αριθμό τηλεφώνου των επιβατών με βάσεις δεδομένων του ιδιωτικού τομέα, που δεν αποκλείεται να περιλαμβάνουν και στοιχεία σχετικά με το ποινικό μητρώο ή τις οικονομικές δοσοληψίες των πολιτών.

Ο Edward Hasbrouck, όμως, συγγραφέας του βιβλίου The Practical Nomad και ειδικός σε θέματα υποδομής της ταξιδιωτικής βιομηχανίας, επισημαίνει ότι αυτές οι πληροφορίες δεν αναγράφονται στις καταχωρίσεις με τα ονόματα των επιβατών τις οποίες σκόπευε να χρησιμοποιήσει η Υπηρεσία Ασφάλειας Μεταφορών. Και προσθέτει πως, για να λειτουργήσει το νέο σύστημα, θα απαιτηθεί «να συντελεστούν οι βαθύτερες αλλαγές που προτάθηκαν ποτέ στις βασικές αντιλήψεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το επιβατικό κοινό». Έως τώρα, η συνήθης πρακτική ήταν οι αεροπορικές εταιρείες να αναθέτουν, με τη μορφή της υπεργολαβίας, τον μεγάλο όγκο των εργασιών τους που απαιτούν ηλεκτρονική επεξεργασία σε εξωτερικά συστήματα κράτησης θέσεων όπως το Sabre. Τα στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα των επιβατών συλλέγονται από δεκάδες χιλιάδες ταξιδιωτικά γραφεία, τα οποία με τη σειρά τους χρησιμοποιούν μια μεγάλη ποικιλία προγραμμάτων για να διεκπεραιώνουν τις εργασίες τους και να διασυνδέονται με τα συστήματα κράτησης θέσεων. Ως αποτέλεσμα, η μορφή των στοιχείων δεν ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο κοινό για όλο το φάσμα της ταξιδιωτικής βιομηχανίας, στην οποία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται πρωτόκολλα που χρονολογούνται ακόμη και πριν από την εμφάνιση του Διαδικτύου. Επιπλέον, δεν υφίσταται πάντα αντιστοιχία «ένα προς ένα» ανάμεσα στους επιβάτες και στις καταχωρίσεις ονομάτων ―για παράδειγμα, σε μια ομάδα επιβατών οι οποίοι συνταξιδεύουν πιθανόν να αντιστοιχεί μόνο μία καταχώριση, όπου θα αναφέρονται απλώς πληροφορίες σχετικές με το ταξιδιωτικό γραφείο.

Η αλλαγή των μέχρι τούδε εφαρμοζόμενων πρακτικών έτσι ώστε να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του CAPPS ΙΙ θα αποβεί πολυδάπανη. Ο Hasbrouck πιστεύει ότι το ποσό του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων αντιπροσωπεύει «μια συντηρητική εκτίμηση για το ελάχιστο κόστος», προσθέτει δε πως η TSA έχει υποτιμήσει σε τεράστιο βαθμό την πολυπλοκότητα των απαιτούμενων αλλαγών. (Για το έτος 2004, η εν λόγω υπηρεσία ζήτησε 35 εκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη του συστήματος CAPPS II, τα οποία είναι μέρος του συνολικού κονδυλίου των 1,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα διατεθεί για τον έλεγχο των επιβατών.)

Παρ’ όλα αυτά, ένα σύστημα τέτοιου είδους θα μπορούσε να αποβεί αποτελεσματικό. «Από τεχνική άποψη, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε που να είναι αδύνατο αν διαθέτουμε αρκετό χρόνο και τα αναγκαία μέσα» σχολιάζει ο Bill Tafoya, πρώην συνεργάτης του FBI ειδικός στην ψυχογράφηση εγκληματιών. Ωστόσο, με δεδομένη την ελλιπή κατανόηση των άλλων πολιτισμών και αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι η συγκέντρωση στοιχείων δεν μπορεί να σημειώσει μεγαλύτερη επιτυχία από όση της επιτρέπει η κρατούσα αντίληψη που θέτει τα κριτήρια της έρευνας, ο Tafoya τάσσεται υπέρ ενός συστήματος εκτίμησης της πιθανής απειλής βασισμένο στο βαθμό επικινδυνότητας. Αλλά ούτε και αυτή η προσέγγιση είναι τέλεια. Όπως επισημαίνει η Terry Gudaitis, η οποία υπήρξε παλιότερα συνεργάτιδα της CIA ειδική στην ψυχογράφηση τρομοκρατών και τώρα εργάζεται για την Psynapse Technologies, μια εταιρεία ασφάλειας στην Ουάσιγκτον, κάποιος με λευκό μητρώο που καταχωρίζεται ως ταξιδιώτης άξιος εμπιστοσύνης θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο «πλαστοπροσωπίας». Ασφαλώς, οι τρομοκράτες θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να περάσουν ως επιβάτες χαμηλής επικινδυνότητας.