|
|
|
Μελέτη WETO
|
|
|
|
Στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις Βρυξέλλες μια μελέτη όπου επισήμαινε τις τάσεις όσον αφορά την ενέργεια, την τεχνολογία και το περιβάλλον για τα επόμενα 30 χρόνια (μελέτη WETO). Η μελέτη αυτή περιγράφει το μελλοντικό παγκόσμιο σύστημα ενέργειας, υποθέτοντας ότι οι ήδη επικρατούσες τάσεις και διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία θα συνεχιστούν. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση θα αυξάνεται κατά 1,8% περίπου ανά έτος μεταξύ του 2000 και του 2030. Ο αντίκτυπος της οικονομικής και πληθυσμιακής ανάπτυξης μετριάζεται από τη μείωση στην ένταση ενέργειας λόγω του συνδυασμού επιδράσεων των διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία, της τεχνολογικής προόδου και της αύξησης στις τιμές της ενέργειας. Το 2030, περισσότερη από τη μισή παγκόσμια ζήτηση σε ενέργεια αναμένεται να προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες εν συγκρίσει με το σημερινό 40%.
Δεδομένης της συνεχιζόμενης επικράτησης των φυσικών ορυκτών καυσίμων (γαιάνθρακες, πετρέλαιο, φυσικό αέριο), οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σε παγκόσμια κλίμακα αναμένεται να αυξηθούν ταχύτερα από την κατανάλωση ενέργειας (2,1% ανά έτος κατά μέσο όρο). Το 2030, οι εκπομπές CO2 σε παγκόσμια κλίμακα θα είναι πάνω από διπλάσιες σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, και θα φτάνουν τους 44.000 εκατομμύρια τόνους.
Το μερίδιο των διάφορων βιομηχανικών κλάδων στην τελική ζήτηση θα παραμείνει περίπου σταθερό σε παγκόσμιο επίπεδο: περίπου 35% για τη βιομηχανία, 25% για τις μεταφορές και 40% για υπηρεσίες και οικιακούς καταναλωτές. Παρ’ όλα αυτά, η ενεργειακή ζήτηση στον τομέα των υπηρεσιών στις εκβιομηχανισμένες χώρες αυξάνεται ραγδαία ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες όλοι οι τομείς παρουσιάζουν μια διαρκή αύξηση της τάξεως του 2% με 3% ανά έτος.
Η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 65%, και το 2030 να φτάσει τα 120 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα: καθώς τα 3/4 αυτής της αύξησης θα προέρχονται από τις χώρες που ανήκουν στον ΟΠΕΚ (Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγικών Κρατών), αυτός το 2030 θα καλύπτει το 60% των συνολικών αναγκών σε πετρέλαιο (εν συγκρίσει με το 40% το 2000). Η παραγωγή φυσικού αερίου προβλέπεται επίσης να διπλασιαστεί μεταξύ του 2000 και του 2030. Το 2030, πάνω από το 1/3 της συνολικής παραγωγής θα προέρχεται από την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών (χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) ―σε σχέση με το 28% το 2000. Η παραγωγή άνθρακα αναμένεται επίσης να διπλασιαστεί μεταξύ του 2000 και του 2030, με τη μεγαλύτερη αύξηση να συμβαίνει στην Ασία.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα αυξηθούν σημαντικά: η τιμή του πετρελαίου το 2030 προβλέπεται να φτάσει τα 35 δολάρια/βαρέλι. Οι αντίστοιχες τιμές για το φυσικό αέριο θα φτάσουν τα 28, τα 25 και τα 33 δολάρια/βαρέλι στην ευρωπαϊκή, την αφρικανική και την ασιατική αγορά, αντίστοιχα. Από την άλλη, η τιμή του άνθρακα ώς το 2030 αναμένεται να παραμείνει σχετικά σταθερή, περίπου στα 10 δολάρια/βαρέλι.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξάνεται σταθερά με μέσο ρυθμό 3% ανά έτος. Το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παραγωγή ισχύος ομοίως θα αυξάνεται σταθερά στις τρεις περιοχές που είναι οι κυριότεροι παραγωγοί φυσικού αερίου (Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Χωρών, Μέση Ανατολή και Λατινική Αμερική), ενώ το μερίδιο του άνθρακα θα μειώνεται σε όλες τις περιοχές πλην των ΗΠΑ (όπου σταθεροποιείται) και της Ασίας (όπου αυξάνεται σημαντικά). Από την άλλη, η παραγωγή ισχύος από πυρηνική ενέργεια δεν συμβαδίζει με τη συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας: μέχρι το 2030, το μερίδιό της στην αγορά θα πέσει στο 10%. Τέλος, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (με εξαίρεση τα μεγάλα υδροηλεκτρικά εργοστάσια) θα καλύπτουν το 4% της παραγωγής ηλεκτρισμού (από το 2% που ήταν το 2000), κυρίως επειδή θα αυξηθεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολική.
|
|
|
|
|