Το 1796, ο Edward Jenner ανακάλυψε ότι η μόλυνση από τον σχετικά ακίνδυνο ιό της δαμαλίτιδας (ευλογιά των αγελάδων) προκαλούσε ανοσία έναντι του θανατηφόρου ―της ίδιας οικογένειας― ιού της ευλογιάς. Μια ανάλογη στρατηγική θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στον θανατηφόρο ιό του δυτικού Νείλου που μεταδίδεται με τα κουνούπια. Ο ιός αυτός ανήκει στην οικογένεια των φλαβοϊών και σχετίζεται με ιούς οι οποίοι προκαλούν κίτρινο και δάγγειο πυρετό, αλλά και εγκεφαλίτιδα. Αν και ιστορικά ο ιός περιοριζόταν γεωγραφικά στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Ινδία, την Ινδονησία και μέρος της Ρωσίας, τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί στην Ευρώπη μέσω των αποδημητικών πουλιών, ενώ το 1999 έφτασε και στις ΗΠΑ. Αφού οι επιστήμονες ανακάλυψαν το γενετικό υλικό του ιού, βρήκαν ότι περισσότερο από το 98% της αλληλουχίας του ήταν παρόμοιο με εκείνης του ιού Kunjin της Αυστραλίας, ο οποίος δεν είναι θανατηφόρος και γενικά είναι λιγότερο επιβλαβής, προκαλώντας κυρίως πυρετό και πόνο.
Ο μικροβιολόγος Roy Hall του Πανεπιστημίου του Κουήνσλαντ στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας και οι συνεργάτες του έκαναν σε ποντικούς ενέσεις με διάφορες συγκεντρώσεις του DNA του ιού Kunjin, η παθογένεια του οποίου ήταν περιορισμένη. Οι ερευνητές βρήκαν ότι ακόμα και 0,1 μικρογραμμάριο του DNA του συγκεκριμένου ιού ήταν ικανά να προκαλέσουν παραγωγή αντισωμάτων έναντι τόσο του ιού Kunjin όσο και του ιού του δυτικού Νείλου που προστάτευαν τα ποντίκια στα οποία είχαν χορηγηθεί θανατηφόρες δόσεις του ιού του δυτικού Νείλου.