Φεβρουάριος 2004
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Ο «πράσινος χρυσός»
Τον περασμένο χρόνο ξοδεύτηκαν πάνω από 400 δισεκατομμύρια δολάρια για φαρμακευτικά προϊόντα, τα μισά περίπου εκ των οποίων ανακαλύφθηκαν σε φυτά, ζώα και μικροοργανισμούς που διαβιώνουν σε περιοχές μη διαταραγμένες από την ανθρώπινη επέμβαση. Αλλά οι κοραλλιογενείς ύφαλοι και τα τροπικά δάση απ’ όπου προήλθαν οι ανακαλύψεις αυτές ανήκουν πρωτίστως σε χώρες οι οποίες δεν διαθέτουν φαρμακευτική βιομηχανία, με αποτέλεσμα οι ουσίες να κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας και να πουλιούνται από ξένες εταιρείες. Έτσι, οι διαχειριστές της παγκόσμιας βιοποικιλότητας δεν έχουν κίνητρα για να την προστατεύουν, αφού δεν συμμετέχουν στις εισπράξεις. Γι’ αυτό το λόγο, πριν από 11 χρόνια, οικολόγοι, αυτόχθονες πληθυσμοί και κυβερνήσεις ενώθηκαν με σκοπό να φέρουν τα κέρδη στην πηγή προέλευσης. Με αφετηρία τη Διάσκεψη Κορυφής για τον πλανήτη Γη, που πραγματοποιήθηκε το 1992 στο Ρίο ντε Ζανέιρο, εκάτον εξήντα οκτώ έθνη έχουν υπογράψει τη Συνθήκη για τη Βιολογική Ποικιλότητα και έχουν δεσμευτεί να μοιράζονται τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την έρευνα για βιοποικιλότητα (bioprospecting).

Μέχρι στιγμής, η συνθήκη δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η νομοθεσία την οποία ενέπνευσε αφορούσε φάρμακα κυρίως υψηλής εμπορικής αξίας ―που απαιτούν δεκαετίες για να αναπτυχθούν―, σε αντίθεση με προϊόντα τα οποία αφορούν βιομηχανίες που καταστρέφουν τη φύση (όπως οι υλοτομικές) και αποφέρουν άμεσα έσοδα μέσω αποζημιώσεων. Εντούτοις, μερικές χώρες έχουν ήδη αρχίσει να αναζητούν τρόπους για να αποκομίσουν κέρδη από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης φαρμάκων αντί να περιμένουν για το τελικό προϊόν ―και να πραγματοποιούν τα «όνειρα» της συνθήκης.

Το πρόβλημα της συνθήκης του 1992 είναι ο τρόπος που εφαρμόζεται. Οι περισσότερες χώρες απαιτούν συμφωνίες που θα μερίζουν τα οικονομικά οφέλη, και αυτό συνήθως σημαίνει προκαταβολές μετρητών, εκπαίδευση, μεταφορά τεχνολογίας και αποζημίωση για δικαιώματα εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, η συμφωνία που συνήφθη το 1994 μεταξύ του Σουρινάμ και μιας κοινοπραξίας ερευνητών από τις ΗΠΑ και το Σουρινάμ περιελάμβανε προκαταβολή 60.000 δολαρίων και ετήσια αποζημίωση 20.000 δολαρίων επί πέντε χρόνια έρευνας.

Το συνολικό ποσό των 160.000 δολαρίων δεν πρόκειται να αποτελέσει αποφασιστική λύση υπέρ της διατήρησης της βιοποικιλότητας, ακόμη και σε μια τόσο μικρή χώρα όσο το Σουρινάμ. Πόσω μάλλον όταν μέχρι σήμερα δεν έχει κυκλοφορήσει κανένα φάρμακο υψηλής εμπορικής αξίας που να έχει προέλθει από την έρευνα για βιοποικιλότητα. Επιπλέον, οι χαμηλού προϋπολογισμού συμφωνίες για πρόσβαση στους βιολογικούς πόρους οι οποίες συνάπτονται με φαρμακευτικούς κολοσσούς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι νομιμοποιούν τη βιοπειρατεία. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε τη δημόσια κατακραυγή στη Βραζιλία, το Μεξικό, ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με συνέπεια να ανασταλούν όλες οι συμφωνίες μερισμού των οικονομικών οφελών (και η έρευνα που υποστήριζαν). Έτσι, υπό αυτή την κατακραυγή, το 2000, ο πρόεδρος της Βραζιλίας ουσιαστικά απαγόρευσε την εξαγωγή οποιουδήποτε βιολογικού υλικού από τη χώρα του.

Τέτοιες αβεβαιότητες, βέβαια, απωθούν τους επιχειρηματικούς κολοσσούς που έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν ένα άγνωστο αλλά αξιόλογο μικρόβιο σε φάρμακο το οποίο θα τους αποφέρει δισεκατομμύρια δολάρια. «Κλείνουν τα αντίστοιχα τμήματα των εταιρειών τους, και στρέφονται προς τα προϊόντα της γενετικής μηχανικής και στις συνθετικές χημικές ουσίες» αναφέρει ο Brian M. Boom, βοτανολόγος στο Πανεπιστήμιο Columbia. «Πιστεύω ότι θα υπάρξουν υποθέσεις για φάρμακα που θα καταλήξουν στα δικαστήρια προκειμένου να αποφασιστεί ποια είναι και πώς πρέπει να μεριστούν τα οικονομικά οφέλη».

Αντί λοιπόν να περιμένουν τη δικαστική λύση, δύο από τα ενδιαφερόμενα κράτη αποφάσισαν να αλλάξουν τον τρόπο προσέγγισής τους στην έρευνα για βιοποικιλότητα: ευελπιστούν να επωφεληθούν τα ίδια από την τεράστια βιομηχανία έρευνας και ανάπτυξης η οποία στηρίζει την ανακάλυψη των νέων φαρμάκων. «Ο κόσμος θεωρεί ότι ολόκληρη η έρευνα για την ανακάλυψη φαρμάκων πραγματοποιείται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, όταν, στην πραγματικότητα, η βάση της πελώριας πυραμίδας για την παραγωγή ενός φαρμάκου συχνά περιλαμβάνει τα ακαδημαϊκά ιδρύματα ή τις μικρές εταιρείες βιοτεχνολογίας» εξηγεί η βιολόγος Phyllis Coley του Πανεπιστημίου της Γιούτα.

Στο τεύχος Οκτωβρίου του περιοδικού Frontiers in Ecology and the Environment, παναμέζοι και αμερικανοί ερευνητές για βιοποικιλότητα, υπό την καθοδήγηση της Coley και του συζύγου της Thomas A. Kursar (επίσης του Πανεπιστημίου της Γιούτα), παρουσίασαν τον τρόπο με τον οποίο μια αναπτυσσόμενη χώρα μπορεί να ιδρύσει τάχιστα βιομηχανία ανακάλυψης φαρμάκων. Το 1998 έλαβαν επιχορήγηση ύψους 3 εκατομμυρίων δολαρίων που αφορούσε την έρευνά τους για βιοποικιλότητα, και χρηματοδότησαν αυτόχθονες επιστήμονες για να πραγματοποιήσουν τις αναλύσεις επί των ευρημάτων τους αντί να πληρώσουν αμερικανικά εργαστήρια για να κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά. «Πραγματοποιώντας όλη την έρευνα στον Παναμά, παρακάμπτουμε την ασάφεια που υπάρχει στο ζήτημα των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης και προσφέρουμε άμεσα και διαρκή οικονομικά οφέλη» αναφέρουν. «Εμείς απλώς συμμετέχουμε στη συλλογή των δειγμάτων, και αυτό είναι όλο» αναλύει ο Kursar. « Όλη η δουλειά υψηλής τεχνολογίας γίνεται από τους Παναμέζους».

Σήμερα ο Παναμάς διαθέτει 6 νέα εργαστήρια στα οποία απασχολούνται 67 ερευνητές που πραγματοποιούν βιοαναλύσεις, μελέτες τοξικότητας και αποτελεσματικότητας. Και επειδή έτσι τα παναμέζικα εργαστήρια αναπτύσσουν τη δική τους πνευματική ιδιοκτησία, εναπόκειται σε αυτά να εγκρίνουν και να χορηγούν τελικά την άδεια εκμετάλλευσης στις φαρμακευτικές εταιρείες αποκομίζοντας άμεσο κέρδος.

Η Βραζιλία είναι μια χώρα που επίσης αναπτύσσει τη δική της βιομηχανία ανακάλυψης φαρμάκων. Τον περασμένο χρόνο, η κυβέρνηση εγκαινίασε το Κέντρο Βιοτεχνολογίας του Αμαζονίου. Όποιος και να συλλέγει δείγματα στη Βραζιλία πρέπει να τα κατοχυρώνει εκεί. Το κέντρο συνεργάζεται στενά με περισσότερες από 80 ερευνητικές ομάδες και, όταν θα έχει ολοκληρωθεί, θα στεγάζει 26 εργαστήρια.

Η προεδρική απαγόρευση για την εξαγωγή οποιουδήποτε βιολογικού υλικού από τη Βραζιλία κατά κάποιον τρόπο υπονομεύει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Παρόλα αυτά, στη βραζιλιάνικη βιομηχανία ανακάλυψης φαρμάκων εξακολουθεί να συσσωρεύονται ανθρώπινο δυναμικό και χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα οι αυτόχθονες να έχουν πολύ μεγάλο συμφέρον να διατηρήσουν τα δάση ανέπαφα. Η Coley αναφέρει ότι, και στον Παναμά, ο «φαρμακοποιός που παλιότερα δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον, τώρα επιχειρηματολογεί δημόσια υπέρ της αξίας της βιοποικιλότητας». Με παρόμοιο τρόπο θα μπορούσαν και άλλες χώρες να κερδίσουν ανάλογα «στοιχήματα» διατηρώντας τη δική τους βιοποικιλότητα.