Ιούνιος 2004
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Ελλιπής μηχανισμός
Πριν από τρεις μήνες, η κυβέρνηση των ΗΠΑ σταμάτησε την έρευνα για τα υπόλοιπα ζώα του κοπαδιού το οποίο είχε εμπλακεί στην πρώτη γνωστή αμερικανική υπόθεση σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (BSE), κοινώς γνωστή ως «νόσος των τρελών αγελάδων». Το τέλος της προσπάθειας εξακρίβωσης της προέλευσής τους, η οποία ξεκίνησε μετά την αποκάλυψη του άρρωστου ζώου τον Δεκέμβριο του 2003, σημαίνει ότι ο τόπος διαμονής και η διάθεση των 52 από τα 81 βοοειδή που εισήχθησαν στη χώρα μαζί με το μολυσμένο ζώο από τον Καναδά θα παραμείνουν ασαφή. Από αυτά τα 52 ζώα, τα 11 γεννήθηκαν περίπου την ίδια εποχή με το άρρωστο ζώο και ίσως να έχουν τραφεί με την ίδια μολυσμένη τροφή που θεωρείται φορέας της νόσου.

Το πρόβλημα εντοπίζεται στην απαρχαιωμένη μέθοδο παρακολούθησης και ελέγχου ―θέμα σημαντικό όχι μόνο για την BSE αλλά και για άλλες νόσους των κτηνοτροφικών ζώων, όπως ο αφθώδης πυρετός και οι τροφικές δηλητηριάσεις από Escherichia coli ή η λοίμωξη από Salmonella. Σε αντίθεση με τον Καναδά, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Αυστραλία, οι ΗΠΑ δεν έχουν θεσπίσει την παρακολούθηση των κτηνοτροφικών ζώων σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις πολιτείες όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης των ζώων. Η χρήση μη ηλεκτρονικών αρχείων, επίσης, συμβάλλει στην καθυστέρηση και την αναποτελεσματικότητα. Και επειδή μόνο τα άρρωστα και τα συνοδά τους ζώα επισημαίνονται, η επιτυχία της εξάλειψης ορισμένων νοσημάτων των ζώων, όπως η βρουκέλλωση, έχει κατά τραγική ειρωνία συμβάλει, τα τελευταία χρόνια, στο να μειωθεί ο αριθμός των ζώων που παρακολουθούνται.

Προσπάθειες για να αλλάξει αυτή η κατάσταση ξεκίνησαν το 2002, ένα χρόνο αφότου η παγκόσμια κοινότητα παρακολούθησε στη Βρετανία το ξέσπασμα του αφθώδους πυρετού που προκάλεσε μαζικό αποδεκατισμό και παύση των εξαγωγών, μεταξύ των άλλων τρομερών επιπτώσεων. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Αμερικανική Ομάδα Ανάπτυξης της Ταυτοποίησης των Ζώων, μια κοινή προσπάθεια των ομοσπονδιακών και των πολιτειακών υπαλλήλων της κτηνιατρικής υπηρεσίας, παρουσίασε ένα προσχέδιο της μελέτης για την ταυτοποίηση των ζώων. Αυτό θέτει ένα πιεστικό χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το οποίο τα απαραίτητα συστήματα και η υποδομή θα είναι έτοιμα μέχρι το 2006, έτσι ώστε το ιστορικό ενός ζώου να μπορεί να εντοπίζεται μέσα σε 48 ώρες. Λόγω του μεγάλου αριθμού των ζώων ―100 εκατομμύρια μόνο βοοειδή― και του 1 εκατομμυρίου κτηνοτροφικών μονάδων στη χώρα, το σχέδιο προτείνει την εγκατάσταση ενός συστήματος ραδιοσυχνικής αναγνώρισης (RFID) [βλ. το σχετικό άρθρο στο Scientific American - Ελληνική Έκδοση, Απρίλιος 2004]. Ένα τέτοιο ηλεκτρονικό σύστημα θα επιτρέπει την αυτόματη αποστολή πληροφοριών σε μια εθνική βάση δεδομένων.

Η επιτυχία του σχεδίου δεν εξαρτάται τόσο από το ότι το σύστημα θα είναι ηλεκτρονικό όσο από την παρουσία μιας κεντρικής υπηρεσίας που θα συλλέγει τα δεδομένα. Το εθνικό σύστημα της Αγγλίας (και της Ευρωπαϊκής Ένωσης) βασίζεται σε πλαστικές ετικέτες που κρεμιούνται στο αφτί, οι οποίες καθιερώθηκαν το 1997 ως μέρος της προσπάθειας ελέγχου τής BSE. Από τη στιγμή της γέννησής της, κάθε αγελάδα πρέπει να έχει δύο ετικέτες στο αφτί της ―σε περίπτωση που η μία χαθεί―, οι οποίες φέρουν τον ίδιο μοναδικό αριθμό με τον οποίο έχει καταχωρηθεί το ζώο από το Τμήμα Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων, μαζί με το φύλο και το είδος του. Αυτό το σύστημα παρακολούθησης δημιουργεί το πιο σημαντικό όπλο κατά της BSE ―με άλλα λόγια, την απαγόρευση του αναγκαστικού κανιβαλισμού. Η νόσος των τρελών αγελάδων διαδόθηκε στην Αγγλία επειδή οι μολυσμένες αγελάδες γίνονταν τροφή για τις υγιείς.

Η ηλεκτρονική εξακρίβωση της προέλευσης, όμως, έχει πρακτικά πλεονεκτήματα έναντι του συστήματος των πλαστικών ετικετών. Ο Steve Rawlings, ιδιοκτήτης μιας μικρής φάρμας στο Τέλφορντ, στην κεντρική Αγγλία, αναφέρει ότι «οι ετικέτες σπάνε, κόβονται και βγαίνουν από το αφτί. Είναι μεγάλο βάσανο να τις αντικαθιστάς». Και πρέπει να αντικαθίστανται, αφού κάθε αγελάδα πρέπει να έχει και τις δύο ετικέτες κάθε φορά που μετακινείται. Οι ηλεκτρονικές ετικέτες αναμένεται να μειώσουν τον όγκο της γραφικής εργασίας και να βοηθήσουν στην ακριβή επιλογή των ζώων με τη χρήση συσκευών χειρός, οι οποίες θα συλλέγουν και θα καταγράφουν τα δεδομένα γρήγορα.

Ο Richard Webber, διευθύνων σύμβουλος της Somerset (η οποία ανήκει στην αγγλική εταιρεία Shearwell Data) και η οποία προμηθεύει συστήματα παρακολούθησης, λέει ότι μέχρι πρόσφατα τα ηλεκτρονικά συστήματα δεν ήταν έτοιμα για εμπορική χρήση. Για παράδειγμα, μόνο τους τελευταίους 8 μήνες έγινε δυνατή η ύπαρξη δύο συστημάτων ανάγνωσης στο ίδιο κτήριο χωρίς το ένα να ακυρώνει το σήμα του άλλου.

Πολλά άλλα τεχνικά θέματα μένουν να τακτοποιηθούν. Με διάφορες δοκιμασίες ερευνάται ο καλύτερος τρόπος εισαγωγής της ηλεκρονικής ετικέτας: αφήνοντας το ζώο να την καταπιεί μαζί με την τροφή, ενίοντάς την υποδόρια ή ενθέτοντάς την στο ένα αφτί. Το ποια λύση είναι η καλύτερη εξαρτάται από το είδος του ζώου, σύμφωνα με τον Robert H. Fourdraine, προϊστάμενο της Κοινοπραξίας Ταυτοποίησης Ζώων στο Ουισκόνσιν (ΗΠΑ) και μέλος της Ομάδας Ανάπτυξης της Ταυτοποίησης των Ζώων. Για τα βοοειδή, οι ΗΠΑ προσανατολίζονται προς τις ετικέτες ραδιοσυχνικής αναγνώρισης που κρεμιούνται στο αφτί. Ο Webber, όμως, δηλώνει ότι οι δοκιμές της εταιρείας του δείχνουν ότι η μέθοδος της κατάποσης είναι η πιο αξιόπιστη. Επιπλέον, θα εμπόδιζε τους ασυνείδητους κτηνοτρόφους να αντικαθιστούν τις ταυτότητες των ζώων.

Οι ερευνητές επίσης αναζητούν τον καλύτερο τρόπο αναγνώρισης των λειτουργικών χώρων διαμέσου των οποίων τα βοοειδή ταξιδεύουν, καθώς και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης πληροφοριών τού DNA. Τα γενετικά δεδομένα θα μπορούσαν να επιτρέπουν τον εντοπισμό μιας συγκεκριμένης αγελάδας ακόμα και αν έχει σφαγιασθεί και διανεμηθεί στα ράφια των καταστημάτων ―και θα μπορούσε να δώσει νέο νόημα στο παλιό σλόγκαν «από τη φάρμα μας στο πιάτο σας».