Αύγουστος 2004
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Ενυδρίδες καθαρίστριες
Πάνε 15 χρόνια από τότε που το Exxon Valdez γέμισε πετρέλαιο τον πορθμό του Πρίγκιπα Γουλιέλμου της Αλάσκας, και πάνω από 12 από τότε που ο τελευταίος εργάτης καθαρισμού έβγαλε τη νιτσεράδα και γύρισε σπίτι του. Μια ομάδα καθαριστών όμως δεν έφυγε ποτέ από εκεί: οι θαλάσσιες ενυδρίδες. Αυτά τα πλάσματα, που υπέφεραν πολύ από τις πρώτες επιπτώσεις της διαρροής, συνεχίζουν να τρέφονται με μύδια και άλλες τροφές που βρίσκουν σε περιοχές όπου ακόμη υπάρχουν θύλακες πετρελαίου. Σκάβοντας επιμελώς, απελευθερώνουν το παγιδευμένο πετρέλαιο ―που φαίνεται πως τις αρρωσταίνει. Οι οικολόγοι αντιμετωπίζουν το δίλημμα είτε να απομακρύνουν το πετρέλαιο (προκαλώντας ενδεχομένως άλλες βλάβες στον πορθμό) είτε να αφήσουν τα ζώα να καθαρίσουν και να πληρώσουν το τίμημα.

Οι επιστήμονες είχαν προβλέψει ότι τα κύματα θα μετέφεραν στις ακτές το πετρέλαιο που τυχόν παρέμενε. Εκεί, η έκθεση στον αέρα θα μετέτρεπε το πετρέλαιο σε ένα πηχτό στρώμα ασφάλτου, χωρίς τα πιο πτητικά και τοξικά συστατικά. «Υποθέσαμε ότι το πετρέλαιο δεν βρισκόταν σε χαμηλά στρώματα· ήταν ψηλά, στην επιφάνεια, και εκεί επικεντρώθηκε η επιχείρηση καθαρισμού» εξηγεί ο Stanley D. Rice, διευθυντής εργαστηρίου του Επιστημονικού Κέντρου Αλιείας της Αλάσκα (στο Τζούνοου), το οποίο υπάγεται στην Εθνική Διεύθυνση Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (ΝΟΑΑ) των ΗΠΑ.

Ορισμένα ζώα, όμως, εξακολουθούσαν να δείχνουν σημάδια έκθεσης στο πετρέλαιο, και το 2001 οι ερευνητές τής ΝΟΑΑ έσκαψαν στις ακτές και βρήκαν πολύ περισσότερο πετρέλαιο του Exxon Valdez απ’ όσο περίμεναν ―κατά μεγάλο μέρος ακόμη υγρό―, περίπου στο 70% των θέσεων. Το εναπομένον κατάλοιπο «έχει ακόμη αρκετά υψηλή περιεκτικότητα σε τοξικά συστατικά του πετρελαίου» παρατηρεί ο αρχηγός της ομάδας Jeffrey W. Short.

Οι θαλάσσιες ενυδρίδες, που τρέφονται με μύδια, αμμοκοχύλια και άλλα ασπόνδυλα, βρίσκουν τη λεία τους βουτώντας και σκάβοντας τρύπες στον πυθμένα. Κάθε ενυδρίδα μπορεί να ανοίξει χιλιάδες τρύπες το χρόνο, μετακινώντας από 4 με 5 κυβικά μέτρα ιζήματος την ημέρα. Το σκάψιμο απελευθερώνει το πετρέλαιο από το περιβάλλον ίζημα και το βοηθά να διασπαρεί, εξηγεί ο ερευνητής βιολόγος James L. Bodkin της Αμερικανικής Υπηρεσίας Γεωλογικής Διασκόπησης (USGS). Μελετά μια ομάδα περίπου 70 θαλάσσιων ενυδρίδων στο βόρειο μέρος της νήσου Νάιτ, μια περιοχή που έχασε το 90% του πληθυσμού των θαλάσσιων ενυδρίδων μετά τη διαρροή. Οι ενυδρίδες δεν πεθαίνουν πλέον από υποθερμία καλυμμένες με πετρέλαιο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι καταπίνουν τους ρύπους. Ερευνητές κατέγραψαν ότι η διάρκεια ζωής είναι κατά 10% έως 40% συντομότερη απ’ όσο πριν τη διαρροή, και παρατήρησαν διόγκωση και αποχρωματισμό του ήπατος σε νεκρές ενυδρίδες.

Οι θυσίες των σημερινών ενυδρίδων όμως έχει και κάποιο όφελος, παρατηρεί ο Rice: «Οι νέες [ενυδρίδες] θα βρουν ένα καθαρότερο ενδιαίτημα.» Η μείωση των επιπέδων του ενζύμου κυτόχρωμα P450-1A στο αίμα των ζώων, το οποίο παράγεται ως απόκριση στις τοξίνες, δείχνει ότι πλησιάζει το τέλος αυτής της περιόδου παρατεταμένης έκθεσης στο πετρέλαιο, σύμφωνα με την Brenda E. Ballachey, φυσιολόγο τής USGS, και τον Paul W. Snyder, παθολόγο του Πανεπιστημίου Purdue. «[Οι ενυδρίδες] είναι ακόμη εκτεθειμένες, αλλά το πετρέλαιο λιγοστεύει κάθε χρόνο» παρατηρεί ο Rice.

Παρότι υπάρχει δυνατότητα να ζητηθούν από την Exxon επιπλέον αποζημιώσεις για την αποκατάσταση της περιοχής, οι επιστήμονες διαφωνούν κατά πόσον ο καθαρισμός έχει νόημα. «Προσωπικά φρονώ ότι, αν θέταμε αυτό το ερώτημα και διαθέταμε τα σημερινά δεδομένα πριν από αρκετά χρόνια, μάλλον θα είχαμε βγει να καθαρίσουμε» δηλώνει ο Rice. Τούτη η επιχείρηση περιλαμβάνει εν γένει βαριά μηχανική άροση ―κατ’ αυτή τη μέθοδο ανακατεύεται το χώμα και ελευθερώνεται το παγιδευμένο πετρέλαιο, το οποίο στη συνέχεια αποδομείται από μικροοργανισμούς.

Ίσως όμως μια τέτοια παρέμβαση να μην είναι συνετή, προσθέτει ο Rice. Αν και οι ανθρώπινες προσπάθειες καθαρισμού καθιστούν άμεσα ασφαλέστερη τη διατροφή των θαλάσσιων ενυδρίδων και άλλων τροφοσυλλεκτών, όπως είναι οι αρλεκινόπαπιες, αναστατώνουν το περιβάλλον και δεν ωφελούν όλους τους οργανισμούς. «Σε κάποιες απομακρυσμένες ακτές ίσως γινόταν περισσότερο κακό παρά καλό» εικάζει ο Rice. «Αυτό που είναι καλό για τις ενυδρίδες ίσως να μην είναι καλό για τα μύδια. Δεν υπάρχει εύκολη επιλογή.»