Αύγουστος 2004
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Μόλυβδος στο πόσιμο νερό
Η δημόσια αποκάλυψη πέρυσι των υψηλών επιπέδων μολύβδου στο πόσιμο νερό της πρωτεύουσας των ΗΠΑ Ουάσινγκτον οδήγησε στη διεξαγωγή έρευνας από το Κογκρέσο, την απόλυση ενός αξιωματούχου του συστήματος υγείας στην Ουάσινγκτον και σε εκκλήσεις για αναθεώρηση του νόμου τού 1991 που υποτίθεται ότι θα κρατούσε το νευροτοξικό αυτό μέταλλο μακριά από το πόσιμο νερό. Ο νόμος αυτός, όμως, ίσως να μην ευθύνεται και τόσο για το πρόβλημα όσο οι αλλαγές που συντελέστηκαν στις απολυμαντικές διαδικασίες, οι οποίες επιβλήθηκαν από έναν άλλο κανονισμό για την ασφάλεια του πόσιμου νερού. Λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων κανονισμών, ίσως και σε άλλες πόλεις να βρεθούν σύντομα πολύ υψηλά επίπεδα μολύβδου στο νερό που τρέχει από τις βρύσες τους.

Ώς σήμερα, σε τουλάχιστον 157 σπίτια της Ουάσινγκτον το επίπεδο του μολύβδου στο νερό της βρύσης βρέθηκε να ξεπερνά τα 300 μέρη ανά δισεκατομμύριο (ppb), ενώ σε χιλιάδες άλλα υπερβαίνει το όριο των 15 ppb που έχει θέσει η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ (EPA). Οι ένοικοι δέχονται αντικρουόμενες συμβουλές σχετικά με το αν το νερό της βρύσης τους είναι ασφαλές για πόση και αν η αντικατάσταση των μολύβδινων αγωγών του δικτύου υδροδότησης θα λύσει το πρόβλημα.

Ο μόλυβδος δεν θα έπρεπε υπό φυσιολογικές συνθήκες να εισέρχεται στο δίκτυο ύδρευσης, διότι στρώματα διάφορων ορυκτών που έχουν την ιδιότητα να τον δεσμεύουν συσσωρεύονται βαθμιαία στο εσωτερικό των σωλήνων. Αυτό όμως το ορυκτό επικάθισμα, το πουρί, λειτουργεί ως παγίδα για το μόλυβδο μόνο εφόσον παραμένει αδιάλυτο. Μια ξαφνική μεταβολή της σύστασης του νερού μπορεί να αλλάξει αυτή την κατάσταση.

Μια τέτοιου είδους μεταβολή μπορεί να πυροδότησε τα προβλήματα στην Ουάσινγκτον. Το 2000, το εργοστάσιο επεξεργασίας του νερού της περιοχής, το Washington Aqueduct, τροποποίησε τις διαδικασίες του για να συμμορφωθεί με τον Κανονισμό περί Παραπροϊόντων Απολύμανσης (DBR) του 1998, ο οποίος περιορίζει την παρουσία των καλούμενων αλογονωμένων οργανικών ενώσεων στο νερό. Οι ενώσεις αυτές σχηματίζονται όταν απολυμαντικά, ιδιαιτέρως το χλώριο, αντιδρούν με φυσική οργανική και ανόργανη ύλη που βρίσκεται στο νερό της πηγής και τα συστήματα διανομής. Ο κανονισμός DBR υπαγορεύει στις εταιρείες ύδρευσης να διασφαλίζουν ότι τα παραπροϊόντα, που είναι δυνατόν να προκαλέσουν καρκίνο, διατηρούνται κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο.

Ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους συμμόρφωσης στις επιταγές τού DBR είναι η χρήση χλωραμινών ―με τη μορφή μίγματος χλωρίου και αμμωνίας― αντί για χλώριο. Περίπου το 30% των εταιρειών ύδρευσης των ΗΠΑ υιοθετούν σήμερα αυτή την επιλογή, ενώ το ποσοστό θα μεγαλώσει πιθανότατα καθώς τα όρια για τα παραπροϊόντα απολύμανσης θα στενεύουν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Επειδή κανείς δεν έχει διερευνήσει τις επιπτώσεις των χλωραμινών στη διάβρωση των συστημάτων παροχής πόσιμου νερού, η υλοποίηση των απαιτήσεων του κανονισμού DBR ίσως επιφέρει την παραβίαση του κανονισμού τού 1991 για το μόλυβδο και το χαλκό, ο οποίος θέτει μέγιστα όρια στα μέταλλα αυτά (για το μόλυβδο: 15 ppb).

Ο χημικός τής EPA Michael Schock παρέσχε στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις των χλωραμινών στους σωλήνες ύδρευσης της Ουάσινγκτον. Ανακάλυψε ότι το πουρί διαφορετικών χημικών ενώσεων ―ειδικά του διοξειδίου του μολύβδου― είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στις μεταβολές της σύστασης του νερού. Όσο χρησιμοποιούνταν το χλώριο, το νερό της Ουάσινγκτον ήταν εξαιρετικά οξειδωτικό. Ως εκ τούτου, το πουρί που σχηματιζόταν αποτελούνταν από διοξείδιο του μολύβδου, το οποίο ο Schock ανίχνευσε σε κάθε δείγμα των μολύβδινων αγωγών του δικτύου υδροδότησης που εξέτασε. Η στροφή προς τις χλωραμίνες μείωσε την οξειδωτική ικανότητα του νερού της Ουάσινγκτον, γεγονός το οποίο οδήγησε πιθανόν στη διάλυση του πουριού του διοξειδίου του μολύβδου και την απελευθέρωση με αυτό τον τρόπο του μολύβδου.

Επιστήμονες ειδικοί στη διάβρωση είχαν προειδοποιήσει για πιθανή ασυμβατότητα των δύο κανονισμών. «Ανησυχούσαμε ότι τυχόν δραστικές αλλαγές στην επεξεργασία του νερού θα μπορούσαν να επηρεάσουν το πουρί και να απελευθερώσουν από αυτό διάφορα μέταλλα» δηλώνει ένας επιστήμονας, ο οποίος εμπλέκεται στην έρευνα για το πρόβλημα του μολύβδου στην Ουάσινγκτον και ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος. Ένας άλλος ερευνητής εξέφρασε παρόμοια άποψη: «Στην ουσία δεν ερευνήθηκαν οι πιθανές επιπτώσεις της ταυτόχρονης εφαρμογής του κανονισμού για το μόλυβδο και το χαλκό και του κανονισμού DBR. Δεν ζητήθηκε η συμβουλή των επιστημόνων που ειδικεύονται στη διάβρωση, παρά το γεγονός ότι κυριολεκτικά διαρρηγνύαμε τα ιμάτιά μας για κάτι τέτοιο.»

Η EPA επεσήμανε πιθανή ασυμβατότητα των κανονισμών σε μια δημοσίευση του 1999 με τίτλο Κατευθυντήριο Εγχειρίδιο Ταυτόχρονης Συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς περί Παραπροϊόντων Απολύμανσης και Μικροβιακών Παραπροϊόντων. Ωστόσο, η προσφορά από το έγγραφο αυτό συγκεκριμένων διαδικαστικών συμβουλών είναι πενιχρή, κατά τους επιστήμονες.

Ο μηχανικός Marc Edwards, του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου της Βιρτζίνιας και πρώην σύμβουλος της EPA ο οποίος ήταν ο πρώτος που επέστησε την προσοχή στο πρόβλημα της Ουάσινγκτον, έχει προειδοποιήσει την υπηρεσία και τις εταιρείες ύδρευσης εδώ και χρόνια ότι οι μεταβολές στην επεξεργασία του πόσιμου νερού θα δημιουργούσαν πιθανότατα πρόβλημα στο υδραυλικό δίκτυο των σπιτιών. Επιπλέον, πιστεύει ότι ανάλογα προβλήματα αύξησης των επιπέδων του μολύβδου στο νερό ελλοχεύουν και σε άλλες πόλεις. Ο χημικός Mark Benjamin του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σιάτλ συμφωνεί, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διάβρωση ―το υλικό του σωλήνα, το πουρί και η ποιότητα του νερού― είναι κοινοί στα συστήματα υδροδότησης. Όπως δηλώνει, «θα ήταν παράλογο και απίθανο να σκεφτούμε ότι οι παράγοντες αυτοί απλώς έτυχε να συνδυαστούν με μοναδικό τρόπο στην Ουάσινγκτον».