Ιανουάριος 2005
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Επιστημονική έρευνα
Ιστορική αναδρομή

Το τρίπτυχο Επιστημονική Έρευνα (ΕΕ) - Ανάπτυξη Τεχνολογίας (ΑΤ) - Καινοτομία (Κ) έχει αποτελέσει και εξακολουθεί να αποτελεί έναν κύριο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, στρατιωτικής ισχύος και εθνικού (ή κρατικού) γοήτρου. Η ιστορική μαρτυρία από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού μέχρι τις μέρες μας επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ολόκληρες ιστορικές περίοδοι έχουν χαρακτηρισθεί με το όνομα του κυρίαρχου μετάλλου (Εποχή του Χαλκού, Εποχή του Σιδήρου), για να αντιληφθεί το ρόλο που έπαιξε η μεταλλουργία στον ανταγωνισμό μεταξύ αρχαίων κρατών. Και δεν ήταν μόνο η μεταλλουργία: Η ανάπτυξη της αστρονομίας οφείλεται και στην ανάγκη αξιόπιστης μέτρησης του χρόνου, όπως και η ανάπτυξη των μαθηματικών εξυπηρέτησε πολλές πρακτικές ανάγκες στον κατασκευαστικό τομέα, στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, στις εμπορικές συναλλαγές κ.λπ.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι πρακτικές ανάγκες ή οι επιδιώξεις που ωθούν στον έλεγχο του Φυσικού Κόσμου (στο μέτρο του εκάστοτε εφικτού) και στην εμφάνιση ανθρωπογενών δημιουργημάτων. Υπάρχει επιπλέον και η επιθυμία για γνώση και κατανόηση (η επιθυμία τού ειδέναι) του Φυσικού Κόσμου, η οποία έχει οδηγήσει στη γένεση της «καθαρής» Επιστημονικής Έρευνας, που δεν γίνεται για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένου πρακτικού σκοπού αλλά επειδή παρέχει μια νοητική ικανοποίηση (όχι μόνο στο δημιουργό αλλά και στον αποδέκτη) ―όπως οι καλές τέχνες παρέχουν μια συναισθηματική απόλαυση. Όπου και όποτε η Επιστήμη αντιμετωπίσθηκε και ως πολιτιστικό αγαθό, η ανάπτυξή της έκανε άλματα: Το παράδειγμα της κλασικής Ελλάδας από τον Θαλή μέχρι τον Αριστοτέλη είναι ιδιαίτερα εύγλωττο· για πρώτη φορά περάσαμε από τη ζήτηση απαντήσεων σε πρακτικά προβλήματα στην αναζήτηση του γιατί, στην επιστημονική περιέργεια ως κίνητρο, στην εμπιστοσύνη στη δύναμη της λογικής, στην απελευθέρωση από τα δεσμά των προλήψεων. Το πείραμα, ως τεχνική για αξιόπιστη μαρτυρία της Φύσης, ξεκίνησε αργότερα στην Αλεξανδρινή περίοδο, όπως ξεκίνησε και η τεχνολογική επανάσταση η βασισμένη στην επιστημονική έρευνα· διεκόπησαν όμως και σταδιακά έσβησαν με την έλευση των «πρακτικών» Ρωμαίων και των θρησκευόμενων Ρωμιών του Βυζαντίου (ο φόνος του Αρχιμήδη, το 212 π.Χ., από ρωμαίο στρατιώτη έχει, νομίζω, συμβολική σημασία· ομοίως και το λιντσάρισμα της Υπατίας, το 415 μ.Χ., από το φανατισμένο όχλο «χριστιανών» της Αλεξάνδρειας ―η αποτρόπαια αυτή πράξη έβαλε την ταφόπλακα του κλασικού πολιτισμού).

Ο δαυλός της Επιστημονικής Έρευνας και της Ανάπτυξης Τεχνολογίας στη διάρκεια της υπερχιλιετούς ευρωπαϊκής επιστημονικής σιγής πέρασε στην άπω Ανατολή (Κίνα και Ινδίες για τη θεσιακή γραφή αριθμών) και κυρίως στους Αραβες (9ο έως 11ο αιώνα) χάρις, υποθέτω, στη συστηματική στήριξη της ηγεσίας τους. ( Η Βαγδάτη εκείνης της εποχής ήταν το ανάλογο της Αλεξάνδρειας της περιόδου 300 π.Χ. έως 30 π.Χ.)

Η ευρωπαϊκή Αναγέννηση (που σχεδόν συμπίπτει χρονικά με το τέλος του Βυζαντίου) στήριξε την επιστημονική έρευνα και ως καθαρό πολιτιστικό αγαθό (οι ιταλικές πόλεις-κράτη ―και όχι μόνο η ηγεσία τους― αντιμετώπιζαν τους μαθηματικούς τους με το ίδιο έντονο ενδιαφέρον που οι σημερινοί κάτοικοι των πόλεων επιδεικνύουν για τις ποδοσφαιρικές τους ομάδες) και ως μέσο για τεχνολογική εξέλιξη, οικονομική ανάπτυξη και στρατιωτική ισχύ. Το αποτέλεσμα ήταν η βιομηχανική επανάσταση που έθεσε την Ευρώπη σε μια τροχιά παγκόσμιας κυριαρχίας, η οποία με τη σειρά της ανατροφοδότησε την επιστημονική έρευνα και την επεξέτεινε σε κρατικά αλλά και εταιρικά/ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα, πέρα από τα πανεπιστήμια. Τα τελευταία είχαν, βέβαια, και εξακολούθησαν να έχουν έναν βασικό ρόλο στη δημιουργία νέας γνώσης, αλλά φυσικά και στην εκπαίδευση νέων για απόκτηση γνώσης (με απώτερο στόχο την κατανόηση), για ανάπτυξη νοοτροπίας και ικανότητας πρωτοβουλιών, για αξιοποίηση των αποκτηθέντων γνώσεων και δεξιοτήτων προς επίλυση προβλημάτων, και για δημιουργικές και καινοτόμες δράσεις.

Κλείνοντας αυτή την πρόχειρη και ελλιπή σύντομη ανασκόπηση, θα ήθελα να τονίσω ότι το τρίπτυχο ΕΕ - ΑΤ - Κ, πέρα από τις εσωτερικές του διασυνδέσεις, εξαρτάται από ένα πλήθος κοινωνικών και άλλων παραγόντων: Επί παραδείγματι, δεν θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το κατά πόσο η συλλογική τεκμηριωμένη αυτοπεποίθηση (που έφερε η περιφανής πολεμική νίκη επί της Περσικής Αυτοκρατορίας) δημιούργησε ευνοϊκό κλίμα για πολιτιστική ανάπτυξη και καινοτομία στην Αθήνα της κλασικής εποχής ή ακόμη περισσότερο στην Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων; Και δεν είναι τα απτά παραδείγματα που προσφέρει το κοινωνικό περιβάλλον στους νέους πολύ πιο ισχυρά από τα λόγια των δασκάλων τους; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το τρίπτυχο ΕΕ - ΑΤ - Κ αποτελεί ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό σε ένα πλέγμα πολλαπλών και πολλές φορές δυσδιάκριτων σχέσεων ανάμεσα σε πολλούς παράγοντες (όπως, φέρ’ ειπείν, τις κοινωνικές και ατομικές αξίες, την παράδοση, την τεκμηριωμένη συλλογική αυτοπεποίθηση (ή την έλλειψή της), την οικονομική ανάπτυξη, το οικονομικό και άλλο θεσμικό πλαίσιο, την κρατική οργάνωση και αποτελεσματικότητα, το εκπαιδευτικό σύστημα, το φυσικό περιβάλλον, το κρατικό ενδιαφέρον, την έκταση και αξία των δημιουργικών επιτευγμάτων, κ.λπ.).



Η εποχή μας

Θα επισημάνω εδώ κάποιους χαρακτηριστικούς της εποχής μας παράγοντες που αφορούν, επηρεάζουν, και επηρεάζονται από το τρίπτυχο ΕΕ - ΑΤ - Κ:

1. Τη δημιουργία ενός παγκόσμιου ανοικτού οικονομικού στίβου, όπου κυριαρχεί ένας άνευ προηγουμένου ανταγωνισμός στηριγμένος σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη νέας τεχνολογίας.

2. Την επιστημονικοποίηση αυτής της τεχνολογίας, δηλαδή την ισχυρή και άμεση επίδραση της οργανωμένης ΕΕ στην ανάπτυξή της και τη δραματική μείωση του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ επιστημονικής ανακάλυψης και ανάπτυξης νέας τεχνολογίας ή νέου εμπορικού προϊόντος.

3. Την επιτάχυνση της τεχνολογικής εξέλιξης και τη συνακόλουθη μείωση της χρήσιμης ζωής πολλών τεχνολογιών ή τεχνολογικών προϊόντων (λόγου χάριν, ηλεκτρονικοί υπολογιστές).

4. Την αλληλοενίσχυση εκπαιδευτικού-ερευνητικού-τεχνολογικού-οικονομικού συστήματος.

5. Τον αποφασιστικό ρόλο της γενικής υποδομής (ανθρώπινος παράγων, τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες, τραπεζικό σύστημα, κ.λπ.).

6. Τον ιδιαίτερα σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ρόλο του Διαδικτύου, τις ευκαιρίες που προσφέρει σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές καθώς και τις αναπροσαρμογές που απαιτεί.

Δεν θα ήταν παράτολμο να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι, όσο ισχύουν οι παραπάνω διαπιστώσεις, η ΕΕ και η ΑΤ είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για την πρόοδο οποιασδήποτε κοινωνίας. Αλλωστε, όλα τα πρόσφατα παραδείγματα χωρών που ξεπέρασαν το φράγμα της υποανάπτυξης και προσεχώρησαν στο κλαμπ των ανεπτυγμένων επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα (λόγου χάριν, Ιρλανδία, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ταϊπέι, Νότια Κορέα). Επίσης, τα παραδείγματα μικρών χωρών με πληθυσμό κάτω των 10 εκατομμυρίων κατοίκων (όπως οι Σκανδιναβικές χώρες) οι οποίες έχουν εξασφαλίσει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα στους πολίτες τους και αξιόλογες κοινωνικές υπηρεσίες συνηγορούν στο ότι υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ προόδου, αφενός, και ΕΕ και ΑΤ, αφετέρου. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αρκούν η ΕΕ και η ΑΤ από μόνες τους για να εξασφαλίσουν την πρόοδο. Πολλοί άλλοι παράγοντες πρέπει να συνδυαστούν για να σχηματισθεί το παζλ της ανοδικής κοινωνικής τροχιάς.

Και ας μην ξεχνάμε ότι η επιταχυνόμενη και ενδεχομένως εκτός ελέγχου κούρσα της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης ίσως ξεπεράσει τα περιβαλλοντολογικά όρια αντοχής του πλανήτη μας, ή και τα όρια διατήρησης μιας στοιχειώδους κοινωνικής ή υπερεθνικής συνοχής· πράγματι, ο κίνδυνος περιθωριοποίησης και αποξένωσης ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού της Γης είναι ήδη ορατός και εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με το φαινόμενο της τρομοκρατίας, με την απόκτηση όπλων μαζικής καταστροφής από δικτατορικές κυβερνήσεις και με άλλες ηπιότερες μορφές, όπως η μαζική μετανάστευση από υποανάπτυκτες περιοχές του πλανήτη σε ανεπτυγμένες χώρες με σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας (λόγου χάριν, από την Αφρική ή την κεντρική Ασία προς την Ευρώπη). Παρόλο που οι κίνδυνοι του δίχως όρια διεθνούς ανταγωνισμού είναι ορατοί και το μέλλον αβέβαιο, το κάθε στοιχειωδώς λειτουργούν δημοκρατικό κράτος θεωρεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συμμετάσχει σε αυτή την ανταγωνιστική κούρσα ανάπτυξης προκειμένου να εξασφαλίσει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που απαιτούν οι πολίτες του.

Πρωταγωνιστής και κυρίαρχος σε αυτό τον παγκόσμιο επιστημονικό/τεχνολογικό/οικονομικό/στρατιωτικό στίβο είναι οι ΗΠΑ. Η Ευρώπη προσπαθεί να υπερβεί τις έντονες εθνικές διαιρέσεις και αντιπαλότητες του παρελθόντος με το σχηματισμό της υπερκρατικής οντότητας που ακούει στο όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση. Ελπίζει έτσι, αν όχι να επαναφέρει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, τουλάχιστο να αποφύγει τον ενδεχόμενο κίνδυνο περιθωριοποίησής της, ιδίως ενόψει του τρίτου πόλου τής άπω Ανατολής, που φαίνεται να αποκτά νέα ορμή με την ανάδυση της Κίνας.

Στον Πίνακα 1 φαίνεται η κατάταξη των 30 κορυφαίων πανεπιστημίων στον κόσμο, σύμφωνα με πρόσφατη (2004) μελέτη κινεζικής ερευνητικής ομάδας και με κριτήρια που συνδέονται με την ποιότητα του ερευνητικού τους έργου. Τα 22 από αυτά τα πανεπιστήμια είναι αμερικανικά, τα 4 αγγλικά, τα 2 ιαπωνικά και από 1 καναδικό και ελβετικό. Σημειωτέον ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν ετήσια έσοδα από ξένους φοιτητές 13 δισεκατομμύρια δολάρια (δηλαδή, 17% περισσότερα από το συνολικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας).

Στον Πίνακα 2 παρουσιάζεται το ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (GDP) που διατίθεται για ΕΕ και ΑΤ (RD) και η κατανομή του ανάμεσα στις επιχειρήσεις, τις κρατικές πηγές, και άλλες εθνικές και εξωτερικές πηγές. Είναι σαφής η υπεροχή των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας έναντι του μέσου όρου των 15 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώστε όμως ότι μικρές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Σουηδία και η Φιλανδία, υπερέχουν ως προς αυτόν το δείκτη, πράγμα που δεν είναι άσχετο με την οικονομική και κοινωνική τους πρόοδο. Η Ελλάδα είναι τελευταία μεταξύ των 15 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ιδιαίτερα χαμηλό μερίδιο των επιχειρήσεων (το οποίο στην πραγματικότητα πιστεύω ότι είναι ακόμη χαμηλότερο). Αντίθετα, εμφανίζει ένα ασυνήθιστα υψηλό μερίδιο προερχόμενο από το εξωτερικό (κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Στον Πίνακα 3 παρουσιάζεται ο αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων ανά εκατομμύριο κατοίκων. Στο δείκτη αυτό η Ελλάδα εμφανίζεται με τη θέση της κάπως βελτιωμένη. Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία δεν είναι τόσο ο αριθμός των δημοσιεύσεων όσο η απήχησή τους, η οποία μπορεί να μετρηθεί με τον αριθμό ετεροαναφορών (citation index).

Ο Πίνακας 4 δίνει τον αριθμό διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που έχουν απονεμηθεί από το αντίστοιχο Γραφείο των ΗΠΑ ανά εκατομμύριο κατοίκων. Αυτός ο δείκτης καταγράφει τη δυναμική της τεχνολογικής ανάπτυξης. Η υπεροχή των ΗΠΑ είναι καταφανής. Η υστέρηση της Ελλάδας στον τομέα αυτό είναι επίσης καταφανής· όμως, η αύξηση κατά 14% την επταετία 1995-2002 αποτελεί ενθαρρυντικό στοιχείο.

Δεν είναι όμως μόνο τα ποσοτικά στοιχεία που κρίνουν την αποδοτικότητα ενός συστήματος αλλά και τα ποιοτικά. Το περιοδικό Time, στο τεύχος της 19ης Ιανουαρίου 2004, δημοσίευσε ένα αφιέρωμα (cover story) με τίτλο «Πώς η Ευρώπη έχασε τα επιστημονικά της αστέρια» και με υπότιτλο «400.000 από τα καλύτερα επιστημονικά μυαλά της Ευρώπης έχουν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ. Τι θα χρειαστεί για να σταματήσει η διαρροή εγκεφάλων;». Το δέλεαρ που προσελκύει επιστήμονες από όλο τον κόσμο στην Αμερική είναι, σύμφωνα με το περιοδικό, η γενναιόδωρη χρηματοδότηση της Επιστημονικής Έρευνας, η καλύτερη υποδομή και το αξιοκρατικό κλίμα που επικρατεί στις ΗΠΑ. Το κύριο μειονέκτημα της Ευρώπης (η οποία απωθεί τους εγκεφάλους της), όπως εκφράστηκε από ευρωπαίους επιστήμονες που έχουν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, είναι η γραφειοκρατία. Το πιο εντυπωσιακό δείγμα είναι αυτό του Claude Allègre, πρώην υπουργού Παιδείας της Γαλλίας, ο οποίος δηλώνει: «Σχεδιάζω να εγκατασταθώ στις ΗΠΑ, διότι θέλω να συνεχίσω την επιστημονική μου έρευνα». Η γραφειοκρατία έχει εγκατασταθεί όχι μόνο στα κράτη-μέλη, αλλά, σε μεγαλύτερο πιθανόν βαθμό, και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την πίεση των κρατών-μελών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της κοινής γνώμης για έντιμη και διαφανή διαχείριση του δημόσιου χρήματος.

Πέρα από τη γραφειοκρατία, οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια αποτελεσματική πολιτική ΕΕ - ΑΤ - Κ στην Ευρώπη δεν έχουν την επιθυμητή επίδραση, διότι οι πόροι που της διατίθενται είναι πολύ περιορισμένοι. (Το ποσό για ΕΕ - ΑΤ - Κ που διαχειρίζεται η Επιτροπή είναι λιγότερο από το 10% αυτού που διαθέτουν από μόνα τους τα κράτη μέλη.)

Ένα ακόμη πρόβλημα που μειώνει την αποτελεσματικότητα των πενταετών προγραμμάτων της Επιτροπής για ΕΕ - ΑΤ - Κ είναι οι δραστικές αναδομήσεις τους κάθε πενταετία, οι οποίες διακόπτουν τη συνέχειά τους και δεν αφήνουν περιθώρια για διορθωτικές παρεμβάσεις με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία.

Τέλος, η Επιτροπή, αλλά και τα κράτη-μέλη, στην προσπάθειά τους να καλύψουν την υστέρηση της Ευρώπης (έναντι των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας) στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας, δημιουργούν με τα χρηματοδοτικά τους κίνητρα τεχνητές, ελάχιστα αποτελεσματικές συνεργασίες μεταξύ επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων.

Η έννοια του «Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας», που έχει συζητηθεί πολύ τελευταία, είναι οπωσδήποτε ελκυστική, αλλά βρίσκεται ακόμη σε αναζήτηση ενός ουσιαστικού και ρεαλιστικού περιεχομένου, δεδομένης της απροθυμίας των κρατών-μελών (κυρίως των μεγάλων) να παραχωρήσουν μέρος της εξουσίας τους σε μια υπερκρατική οντότητα.



Η κατάσταση ΕΕ - ΑΤ - Κ στην Ελλάδα

Στη χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες, η παραγωγή επιστημονικής γνώσης και η ανάπτυξη τεχνολογίας συντελείται από τέσσερεις βασικές κατηγορίες νομικών προσώπων, οι οποίες αλληλοσυμπλέκονται όπως οι κρίκοι μιας αλυσίδας:

(1) Πανεπιστήμια, Πολυτεχνεία (ΑΕΙ) και ΤΕΙ.

(2) Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ).

(3) Ποικίλοι ενδιάμεσοι φορείς (ΕΦ), και

(4) Επιχειρήσεις (Ε).

Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι και οι τέσσερεις κρίκοι είναι απολύτως απαραίτητοι· ότι οι δύο πρώτοι (ΑΕΙ και ΕΚ) απαιτούν γενναία χρηματοδότηση σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο του 50% είτε από το κράτος είτε από ιδιώτες (διότι αλλιώς δεν μπορούν να επιβιώσουν)· ότι οι ενδιάμεσοι φορείς είναι είτε δημόσιου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα είτε ιδιωτικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις· και ότι η διεξαγωγή εφαρμοσμένης ΕΕ και ΑΤ μέσα στις επιχειρήσεις είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για την αποδοτικότητα του όλου πλέγματος.

Η χρηματοδότηση του ερευνητικού-τεχνολογικού συστήματος της χώρας μας, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 2, ανέρχεται συνολικά σε 0,67% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Από το ποσοστό αυτό, το 0,32 προέρχεται από το ελληνικό κράτος, το 0,17 από την Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ., το 0,16 από τον ιδιωτικό τομέα και το υπόλοιπο 0,02 από διάφορες άλλες εθνικές πηγές (στοιχεία του 2002). Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει την ΕΕ και την ΑΤ, αφενός μέσω των διαρθρωτικών ταμείων (με κονδύλια που αφορούν αποκλειστικά τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της Κοινότητας και τα οποία διαχειρίζεται η κάθε κυβέρνηση) και αφετέρου μέσω του εκάστοτε πενταετούς Προγράμματος Πλαισίου για ΕΕ και ΑΤ (με κονδύλια που διανέμονται κατευθείαν από τις Βρυξέλλες στα πλαίσια πανευρωπαϊκής άμιλλας χωρίς εθνικά «quota»). Τα κοινοτικά κονδύλια για ΕΕ και ΑΤ είναι μεγάλης σημασίας για τη χώρα μας, όχι μόνο λόγω του μεγάλου ύψους τους αλλά και επειδή δίνουν την ώθηση και τη δυνατότητα διεθνούς ανταγωνισμού.



Θετικές εξελίξεις

Θα αρχίσω με τις θετικές εξελίξεις των τελευταίων 25 ετών:

1. Χωρίς αμφιβολία, η σημαντικότερη ήταν η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ). Είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική αύξηση της χρηματοδότησης της ΕΕ - ΑΤ - Κ από περίπου 0,15% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε περίπου 0,70% σήμερα. (Ας μην ξεχνάμε όμως ότι το 0,70% μας κατατάσσει τελευταίους μεταξύ των 15.) Η συμβολή της ΕΟΚ/Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και άμεση, καλύπτοντας ποσοστό της τάξεως του 35% της συνολικής δημόσιας (εθνικής και ευρωπαϊκής) χρηματοδότησης της ΕΕ - ΑΤ - Κ στην Ελλάδα, και έμμεση, ασκώντας πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση και στις επιχειρήσεις για κάποια αντίστοιχη συμμετοχή στις δαπάνες. Η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσέφερε επίσης τη δυνατότητα αφενός ευρύτερων συνεργασιών με προηγμένους ερευνητικούς φορείς της Ευρώπης αφετέρου το πλαίσιο ενός υγιούς και ακμαίου επιστημονικού ανταγωνισμού.

2. Ο νόμος 1514/85, ο οποίος απήλλαξε σε μεγάλο βαθμό τα ερευνητικά κέντρα της χώρας από διορισμένες διοικήσεις ―συνήθως με στενά κομματικά κριτήρια. Πολλές άλλες θετικές του ρυθμίσεις ατόνησαν με την πάροδο του χρόνου.

3. Η ίδρυση των ειδικών λογαριασμών στα ΑΕΙ, που τους προσέδωσαν μια στοιχειώδη οικονομική ευελιξία.

4. Η ίδρυση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), η οποία αποτέλεσε μια μικρή όαση στην έρημο της κρατικής αναποτελεσματικότητας (χάρις κυρίως στα ουσιαστικά προσόντα των περισσότερων στελεχών της).

5. Ένα όχι ασήμαντο ποσοστό καθηγητών των ΑΕΙ και ερευνητών των Ερευνητικών Κέντρων είναι αρκετά υψηλού επιπέδου, αντίστοιχο με εκείνο καλών πανεπιστημίων προηγμένων χωρών.

6. Αρκετοί φοιτητές μας (της τάξεως του 10%) είναι υψηλού επιπέδου ικανοί να αντεπεξέλθουν επιτυχώς στον διεθνή ανταγωνισμό. Έρευνα, η οποία διεξήχθη το 1982-1983 στα μεταπτυχιακά προγράμματα φυσικής σε αμερικανικά πανεπιστήμια, έδειξε ότι μεταξύ 338 φοιτητών από την Ευρώπη, οι 58 προερχόταν από την Ελλάδα (οι 51 από τη Γερμανία, οι 41 από την Αγγλία, κ.λπ.), πράγμα που δείχνει τη δύναμή μας στο ανθρώπινο δυναμικό αλλά και την αδυναμία μας στο να το συγκρατήσουμε στη χώρα μας.

7. Όπως ανεφέρθη και προηγουμένως, υπάρχει μια εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των ερευνητών σε ΑΕΙ, Ερευνητικά Κέντρα, ΤΕΙ, αλλά και του αριθμού των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Τα διεθνή και πανελλήνια επιστημονικά συνέδρια που διεξάγονται στην Ελλάδα έχουν επίσης σημειώσει αλματώδη αύξηση. Τέλος, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1, οι έλληνες ερευνητές ήταν οι πλέον επιτυχείς σε όλη την Ευρώπη με βάση το κριτήριο του συνολικού ύψους των χρηματοδοτήσεων που πέτυχαν στον ανταγωνιστικό στίβο του 4ου Προγράμματος-Πλαισίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Έτσι, για κάθε 100 ευρώ που συνεισέφερε η Ελλάδα στον προϋπολογισμό του 4ου Προγράμματος-Πλαισίου, οι έλληνες ερευνητές κέρδισαν ανταγωνιστικά και επέστρεψαν στη χώρα 240 ευρώ. Αυτός ο λόγος, 240/100, ήταν ο υψηλότερος μεταξύ όλων των χωρών-μελών και οφείλεται στον μεγάλο αριθμό προτάσεων που υπέβαλαν οι έλληνες ερευνητές (επί παραδείγματι, δέκα φορές περισσότερες προτάσεις ανά ερευνητή από όσες οι γερμανοί συνάδελφοί τους). Το ποσοστό ελληνικής επιτυχίας ήταν 27%, που σημαίνει ότι για κάθε 100 προτάσεις όπου συμμετείχε έλληνας ερευνητής οι 27 πέτυχαν χρηματοδότηση. Το ποσοστό αυτό συμπίπτει με τον μέσο όρο επιτυχίας όλων των προτάσεων από όλες τις χώρες-μέλη. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η χώρα μας έχει πολύ υψηλότερες δυνατότητες στο χώρο της ΕΕ - ΑΤ - Κ σε σχέση με την παρούσα κατάστασή της. Και έτσι οδηγούμαστε να εξετάσουμε τι είναι αυτά που μας εμποδίζουν να πιάσουμε τις επιδόσεις για τις οποίες είμαστε ικανοί.



Αδυναμίες

Α. «Δεν είναι αυτά για μας· άλλωστε, δεν μας χρειάζονται»

Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως Ζολώτα (το 1989) προβλεπόταν γενική συρρίκνωση των κρατικών εξόδων ―εκτός ελάχιστων κατηγοριών (λόγου χάρη, παιδεία), όπου οι δαπάνες θα διατηρούνταν στα ίδια επίπεδα. Υπήρχε μία μοναδική εξαίρεση, όπου προτεινόταν αύξηση των δαπανών: η Επιστημονική Έρευνα (ΕΕ). Η Βουλή των Ελλήνων, με συντριπτική πλειοψηφία (σχεδόν 99%), υπερψήφισε την πρόταση αυτή, η οποία έκτοτε… ξεχάστηκε και αγνοήθηκε τόσο από την πολιτεία όσο και από την ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα βρίσκεται στο 0,67% σε δαπάνες για ΕΕ - ΑΤ - Κ, δηλαδή ουραγός μεταξύ των 15 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε απόσταση από την προτελευταία Πορτογαλία (περίπου 0,77%).

Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει στο ότι ούτε η πολιτική ηγεσία ούτε οι παραγωγικοί φορείς ούτε η κοινωνία, γενικότερα, πιστεύουν στην αξία της ΕΕ και της ΑΤ, αφού δεν έχουν δει απτά θετικά αποτελέσματα από την διεξαγόμενη στην Ελλάδα ΕΕ και ΑΤ. Αντίθετα, έχουν διαπιστώσει ότι η εντυπωσιακή βελτίωση των υλικών όρων διαβίωσης τα τελευταία 50 χρόνια ελάχιστα συνδέθηκε με την υποτονική άλλωστε ΕΕ της χώρας. Κατά συνέπεια, υπάρχει διάχυτη η άποψη ―αν και σπάνια εκφράζεται ρητά― ότι η ΕΕ συνιστά περιττή πολυτέλεια για την Ελλάδα και ότι είναι συμφερότερο να αγοράζει κανείς από άλλες πρoηγμένες χώρες τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που βασίζονται στην ΕΕ και την ΑΤ.

Η παραπάνω άποψη πάσχει σε δύο βασικά σημεία:

i. Αποδίδει πέραν του δέοντος έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη, υποβαθμίζοντας άλλες συνιστώσες της ατομικής και κοινωνικής ζωής ―άυλες, αλλά ίσως εξίσου σημαντικές― που δύσκολα μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο από εισαγόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες.

ii. Βασίζεται στην υπόθεση ότι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας κατά τα τελευταία 50 χρόνια μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Το μοντέλο αυτό, όμως, έχει ήδη εξαντλήσει τη χρησιμότητά του, και η εμμονή μας σε αυτό μάς οδηγεί όλο και σε βαθύτερα αδιέξοδα. Είναι ανάγκη, επομένως, να αναθεωρήσουμε τη στάση μας, να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους μας, να εξετάσουμε με προσοχή τη διεθνή εμπειρία, να καταλήξουμε σε μια στρατηγική ισόρροπης ανάπτυξης, και να δράσουμε αναλόγως με συνέπεια και επιμονή. Θα πρέπει, όμως, να πω ότι δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο (ι-δίως το να δράσουμε με συνέπεια και επιμονή). Ο λόγος της δυσπιστίας μου σχετίζεται με το γεγονός ότι χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (της τάξεως τουλάχιστον 10 ετών) όπου πρέπει να γίνουν σημαντικές επενδύσεις, όπου πρέπει να αμειφθούν οι σχετικά λίγοι άξιοι και να παραμερισθούν οι μετριότητες, πριν γίνουν ορατοί οι καρποί μιας τέτοιας πολιτικής. Και σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, όπου η έμφαση δίνεται στο άμεσο και στο εντυπωσιακό παρά στο μακροχρόνιο και ουσιαστικό, δεν είναι πιθανόν να υπάρξουν διαδοχικές γενιές πολιτικών που να επωμισθούν το κόστος μιας τέτοιας πορείας.



Β. «Χωρίς λεφτά; Βεβαίως χωρίς λεφτά»

Το παραπάνω διαφημιστικό σλόγκαν γνωστής εταιρείας θυμίζει πολλές φορές η κρατική πολιτική για την ΕΕ - ΑΤ - Κ. Αρκεί να τονίσω για μία ακόμη φορά ότι είμαστε ουραγοί μεταξύ των 15 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη χρηματοδότηση της ΕΕ - ΑΤ - Κ και ότι και από αυτό ακόμη το 0,67% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (που μας κατατάσσει τελευταίους) μόνο το 0,50% είναι πραγματικοί εθνικοί πόροι.



Γ. «Εδώ και τώρα εντυπωσιακά αποτελέσματα»

Τη συνήθη αδιαφορία της πολιτείας για την ΕΕ - ΑΤ - Κ διακόπτουν οι ευκαιρίες χρηματοδότησης από κονδύλια των Κοινοτικών Προγραμμάτων Στήριξης. Στις περιπτώσεις αυτές τίθενται συχνά στόχοι άμεσων και εντυπωσιακών αποτελεσμάτων αλλά ελάχιστα ρεαλιστικοί (με παρότρυνση, ως λέγεται, και των αρμόδιων στελεχών των Βρυξελλών). Για παράδειγμα, στο λεγόμενο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΕΠΑΝ) του 3ου Κοινοτικού Προγράμματος Στήριξης προβλέπεται περίπου 39% συμμετοχή των επιχειρήσεων, όταν τα προβλεπόμενα αντίστοιχα ποσοστά για την Ισπανία και την Πορτογαλία είναι γύρω ή κάτω του 5%.

Όσον αφορά τις θεματικές επιλογές, δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση στη στήριξη των παραδοσιακών τομέων της ελληνικής οικονομίας και στο άμεσα «χρήσιμο» σε βάρος της ποιότητας και της μελλοντικής ανάπτυξης τομέων που ενδεχομένως θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική και πιο προσαρμοσμένη στις εγχώριες και διεθνείς οικονομικές συνθήκες (όπως, λόγου χάριν, το ότι ρυπαίνουσες επιχειρήσεις ή μονάδες χαμηλής, ή ακόμη και μέσης, τεχνολογίας με μεγάλη ένταση εργασίας μεταναστεύουν σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους).

Το αποτέλεσμα τέτοιων πολιτικών είναι συνήθως η βελτίωση των δεικτών, χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Τείνουμε, δηλαδή, να δημιουργήσουμε μια πιο ευχάριστη και ελπιδοφόρα εικονική πραγματικότητα εδώ και τώρα, αντί να επωμιστούμε το κόστος σε χρήμα, σε χρόνο και σε αντιδράσεις που απαιτεί η πραγματική πρόοδος (η άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποιότητα) στον τομέα τής ΕΕ - ΑΤ - Κ.



Δ. «Κρατικές αδυναμίες»

Το ελληνικό κράτος δεν έχει καταφέρει, παρά την κάποια πρόοδο, να ξεπεράσει τις παγιωμένες αδυναμίες του. Είναι υπερσυγκεντρωτικό (σε επίπεδο υπουργείων στην Αθήνα) και, παρόλα αυτά, ασυντόνιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αφορά την ΕΕ και την ΑΤ, η έλλειψη ―ακόμη και στοιχειώδους― συντονισμού μεταξύ υπουργείου Παιδείας και ΓΓΕΤ. Οι συχνές αλλαγές της πολιτικής ηγεσίας (υπουργοί, γενικοί γραμματείς) διακόπτουν την ομαλή λειτουργία του και πολλές φορές παραλύουν επιμέρους τομείς του. Το κομματικό κυρίως ρουσφέτι αρνείται να παραχωρήσει τη θέση του στην αξιοκρατία. Τέλος, όπως σε όλες τις γραφειοκρατίες, δεν υπάρχει προσωπική ευθύνη για τις κακές αποφάσεις (ή, πιο συχνά, για την επ’ αόριστον αναβολή των αποφάσεων).

Η πολιτεία δεν έχει διατυπώσει με σαφήνεια και δεν έχει εφαρμόσει με συνέπεια κάποιους βασικούς κανόνες, δηλαδή το πώς και το τι παρέχει (χρηματοδοτική πολιτική) και το τι αναμένει από τους ερευνητές (κριτήρια αποδοτικότητας), ούτε συγκεντρώνει συστηματικά αξιόπιστα στοιχεία που θα της επιτρέψουν να συνδέσει τους παρεχόμενους πόρους με την αποδοτικότητα. Ωστόσο, έχει επιτευχθεί κάποια πρόοδος. Φέρ’ ειπείν, ο νόμος 2919/2001 προβλέπει ότι «τα αποτελέσματα αξιολόγησης… λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού των Ερευνητικών Κέντρων για τα αμέσως επόμενα έτη». Είναι σύνηθες, ωστόσο, τέτοιες διατάξεις να αγνοούνται, και να εφαρμόζεται μια ισοπεδωτική πολιτική.

Η νομοθετική δραστηριότητα της πολιτείας πάσχει ―όχι σπάνια― από προχειρότητα, από αδιαφάνεια, ακόμη και από ρουσφετολογικές εμβόλιμες διατάξεις, με αποτέλεσμα έναν κυκεώνα πολυνομίας που εμφανίζει και αντιφατικές διατάξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 11 του νόμου 2919/2001, ο οποίος επιτρέπει στους καθηγητές των ΑΕΙ (μεταξύ άλλων) να ιδρύουν εταιρείες αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της ΕΕ και της ΑΤ και τα ιδρύματά τους να στηρίζουν αυτές τις εταιρείες, σε πλήρη αντίφαση με το άρθρο 6 του νόμου 2530/1997 το οποίο απαγορεύει επί ποινή απολύσεως στους καθηγητές των ΑΕΙ να συμμετέχουν σε εταιρείες που έχουν σχέση με το ίδρυμά τους.



Ε. «Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα, ΤΕΙ»

Τα ΑΕΙ της χώρας, που συγκεντρώνουν περί το 90% των ερευνητών, πάσχουν λόγω του ότι η αυτοτέλειά τους περιορίζεται οικονομικά και νομικά από ένα ασφυκτικό πλέγμα διατάξεων. Επιπλέον, το νομικό καθεστώς που διέπει τη διοίκησή τους είναι πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά και ξεπερνάει τα όρια της λογικής. Πιο συγκεκριμένα, η διοίκηση των ΑΕΙ εκλέγεται κατά 45% περίπου από τους καθηγητές (όλων των βαθμίδων) και κατά 40% περίπου από τους φοιτητικούς συλλόγους (που στην πλειοψηφία τους είναι κομματικά παραρτήματα). Επιπλέον, συνδικαλιστές φοιτητές μετέχουν άμεσα και σε υψηλό ποσοστό στο ανώτατο συλλογικό όργανο διοίκησης, τη Σύγκλητο. Τέλος, «εθιμικώ δικαίω» οι συνδικαλιστές φοιτητές παρέχουν εις εαυτούς το προνόμιο να λειτουργούν και ως Διοίκηση (εν μέρει) και ως Αντιπολίτευση και ως Επανάσταση ―όποτε θεωρήσουν ότι χρειάζεται― προβαίνοντας κατά το δοκούν σε καταλήψεις και απαγορεύοντας την πρόσβαση σε άλλα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αυτές δε οι παράνομες πράξεις γίνονται συνήθως με τη σιωπηλή ανοχή ή και στήριξη καμιά φορά των Πρυτανικών Αρχών, των οποίων η εκλογή εξαρτάται καίρια από τις συνδικαλιστικές φοιτητικές ψήφους. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι πλέον ακραίες συνέπειες αυτού του απαράδεκτου νομικού καθεστώτος έχουν μειωθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν εξαλειφθεί οι μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις του, οι οποίες, μεταξύ των άλλων, εκτρέφουν ένα κλίμα χαλάρωσης, ανευθυνότητας και κραυγαλέας περιφρόνησης προς τη δημόσια περιουσία.

Η έλλειψη συστηματικής αξιολόγησης του έργου των ΑΕΙ και των ΤΕΙ και σύνδεσης των αποτελεσμάτων της με ηθική και υλική αναγνώριση από μέρους της πολιτείας (ώστε να υπάρχουν κίνητρα για βελτίωση της αποδοτικότητας και ενημέρωση των υποψήφιων φοιτητών για την αναμενόμενη ποιότητα των σπουδών τους) είναι ένα ακόμη ασθενές σημείο που θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα. Μέχρι τώρα έχουν γίνει κάποιες μη συστηματικές, μη συγκριτικές, εθελοντικές αξιολογήσεις Τμημάτων και ΑΕΙ χωρίς συνέχεια, ενώ φαίνεται να υπάρχει απροθυμία από μέρους των ΑΕΙ για ουσιαστικές συγκριτικές αξιολογήσεις και δισταγμός από μέρους της πολιτείας να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση ή, τουλάχιστον, να συγκεντρώσει βιβλιομετρικά δεδομένα για τα μέλη ΔΕΠ κάθε Τμήματος των ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Τα Ερευνητικά Κέντρα που υπάγονται στη ΓΓΕΤ του Υπουργείου Ανάπτυξης έχουν αξιολογηθεί (και συγκριτικά κατά ομάδα ομοειδών ινστιτούτων). Ως αποτέλεσμα αυτής της συγκριτικής αξιολόγησης υπήρξε μια εφάπαξ χρηματοδότηση (από κονδύλια του 3ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης) που έλαβε υπόψη τη σειρά κατάταξης. Δεν υπήρξε όμως συνέχεια όσον αφορά στον τακτικό προϋπολογισμό. Ένα άλλο θέμα σχετικά με τα Ερευνητικά Κέντρα είναι η από μέρους της πολιτείας δυσμενέστερη μισθολογική και γενικότερη μεταχείριση των ερευνητών τους σε σύγκριση με τους καθηγητές των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μια συνεχής μονόδρομη ροή στελεχών προς ΑΕΙ και ΤΕΙ που απογυμνώνει τα Ερευνητικά Κέντρα από τους πιο ικανούς ερευνητές τους και οδηγεί στην ανεπαρκή αξιοποίηση της υλικοτεχνικής υποδομής τους τόσο στην έρευνα όσο και στην εκπαίδευση. Τέλος, στα αρνητικά του δημόσιου τομέα τής ΕΕ και της ΑΤ θα πρέπει να χρεωθεί μια μάλλον στείρα συνδικαλιστική νοοτροπία μεταξύ πολλών στελεχών, τα οποία δεν επιθυμούν αξιολόγηση και αποτίμηση του έργου τους, είναι κατά των διαφοροποιήσεων και ωθούν προς μια ισοπεδωτική κατάσταση, ασύμβατη, βέβαια, προς την ίδια τη φύση τής ΕΕ και της ΑΤ.



Στ. «Επιχειρήσεις»

Ο ασθενέστερος κρίκος του πλέγματος ΕΕ - ΑΤ - Κ στη χώρα μας ίσως είναι η πολύ μικρή συμμετοχή των παραγωγικών μονάδων και των άλλων επιχειρήσεων στην επιστημονική/τεχνολογική έρευνα. Μαρτυρεί εύγλωττα περί αυτού το γεγονός ότι η συνολική δαπάνη των πάσης φύσεως επιχειρήσεων για ΕΕ και ΑΤ δεν υπερβαίνει το 0,16% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (το αντίστοιχο ποσοστό για την Πορτογαλία είναι 0,25% και για τη Σουηδία 3%). Το μικρό τους μέγεθος, το υψηλό κόστος του χρήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν, η σε υπερβολικό βαθμό πρακτική εισαγωγής έτοιμης τεχνολογίας, η μακρόχρονη παράδοση κρατικών επιδοτήσεων (συχνά ρουσφετολογικών) και η συνακόλουθη άμβλυνση της ανταγωνιστικής νοοτροπίας μαζί με ορισμένες γενικότερες αρνητικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας, είναι μερικά από τα αίτια αυτής της κατάστασης. Η κρατική προσπάθεια σύνδεσης παραγωγικών και ερευνητικών φορέων και τόνωσης της ζήτησης ερευνητικών και τεχνολογικών υπηρεσιών από μέρους των επιχειρήσεων με δέλεαρ τις επιδοτήσεις, έχει δώσει κάποιους μάλλον πενιχρούς καρπούς. Είναι ανάγκη η χρηματοδότηση στην κατεύθυνση αυτή να είναι αμφίδρομη, να αναγνωρίζει την πραγματικότητα και να μη θέτει ανέφικτους βραχυχρόνιους στόχους.

Υπάρχει όμως ελπίδα. Μερικές ―λίγες βέβαια― ελληνικές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται με επιτυχία διεθνώς και επενδύουν όλο και περισσότερο σε ΕΕ και ΑΤ μέσα στην επιχείρηση, πράγμα απολύτως απαραίτητο. Οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν απτό και γι’ αυτό πολύτιμο παράδειγμα προς μίμηση. Αρκετοί δε επιχειρηματίες έχουν συνειδητοποιήσει ότι η κρατικοδίαιτη παραγωγική μονάδα δεν έχει πολύ μέλλον σε μια ανοικτή παγκόσμια αγορά έντονου ανταγωνισμού. Η διαφαινόμενη αυτή αλλαγή νοοτροπίας (εάν δεν ανατραπεί από τον εύκολο δρόμο του κρατικού ρουσφετιού) σε συνδυασμό με μια καλή υποδομή (σε φορολογικό σύστημα, σε τηλεπικοινωνίες, στο τραπεζιτικό σύστημα, σε Έρευνα και Τεχνολογία κ.λπ., αλλά κυρίως στο ανθρώπινο δυναμικό) μπορούν να ωθήσουν τη χώρα στο δρόμο της ουσιαστικής ανάπτυξης.



Τι πρέπει να γίνει

Προφανώς είναι ανάγκη να ληφθούν ορισμένα μέτρα για τη βελτίωση της κρατικής μηχανής. Μέτρα που θα περιορίζουν το ρόλο του κράτους, θα δημιουργούν κίνητρα αντί για απαγορεύσεις, θα μεταφέρουν αρμοδιότητες σε τοπικό επίπεδο (στο σημείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αφού το ρουσφέτι ενδημεί), θα εξασφαλίσουν μια σχετική σταθερότητα και συνέχεια στην πολιτική (για παράδειγμα, μακροχρόνιας θητείας υπερκομματικοί υφυπουργοί που θα ψηφίζονται από τη Βουλή) και κυρίως θα περιορίσουν το κομματικό ρουσφέτι και θα τονώσουν την αξιοκρατία.

Ακολουθεί ένας κατάλογος δράσεων που μπορούν να αντιμετωπίσουν ενδεχομένως τις αδυναμίες που ανέφερα:

1. Δραστική μείωση της γραφειοκρατίας έπειτα από εισήγηση μιας επιτροπής στην οποία θα μετέχουν ειδήμονες από ΑΕΙ, ΤΕΙ, Ερευνητικά Κέντρα, ΓΓΕΤ, ΥΠΕΠΘ και ιδιωτικό τομέα.

2. Αλλαγή της νομοθεσίας που ρυθμίζει τα της διοίκησης των ΑΕΙ ώστε να προσαρμοσθεί στα κρατούντα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η φοιτητική συμμετοχή πρέπει να γίνεται με καθολική ψηφοφορία σε χωριστή κάλπη και με συντελεστή βαρύτητας ο οποίος θα σταθμίζει το βάρος της φοιτητικής ψήφου. Η ρύθμιση επίσης περί ασύλου πρέπει να παραμείνει μεν ως ηθική επιταγή αλλά να καταργηθεί ως νομική διάταξη, διότι δεν εξυπηρετεί κανένα χρήσιμο σκοπό ενώ διευκολύνει τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων (λόγου χάρη, διακίνηση ναρκωτικών) από εξωπανεπιστημιακά άτομα ή συμμορίες.

3. Πρέπει να καθιερωθεί συγκριτική αξιολόγηση και αποτίμηση του ερευνητικού (και κατά το δυνατόν) του εκπαιδευτικού έργου ομοειδών τμημάτων των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και υποχρεωτικά να συνδέονται με την πάσης φύσεως κρατική χρηματοδότηση, ώστε να συγκεντρώνονται περισσότεροι πόροι όπου υπάρχει αποδοτικότητα, να υπάρχει ένα κίνητρο για τη βελτίωση όσων υστερούν, και για να τονωθεί η αξιοκρατία εντός των δημόσιων ερευνητικών φορέων.

4. Πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθεί η οικονομική ευελιξία των ΑΕΙ.

5. Θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστικός και συνεχής συντονισμός δράσης μεταξύ ΓΓΕΤ και Υπουργείου Παιδείας ώστε, μεταξύ άλλων, να αξιοποιηθεί και εκπαιδευτικά η υποδομή που υπάρχει στα Ερευνητικά Κέντρα. Θα πρέπει επίσης να δοθεί η νομική και οικονομική δυνατότητα στα τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ να έχουν τη δυνατότητα να προσλάβουν με ετήσια σύμβαση έργου (που να μπορεί να ανανεωθεί) ερευνητές Ερευνητικών Κέντρων για διδακτικούς σκοπούς.

6. Η αμοιβή των ερευνητών των Ερευνητικών Κέντρων πρέπει να εξισωθεί με αυτή των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ.

7. Πρέπει να εξασφαλισθεί ―έπειτα από συνεννόηση των κομμάτων― η οικονομική και νομική σταθερότητα και συνέχεια, και να αποφευχθεί οπωσδήποτε η συχνή και πρόχειρη αλλαγή της νομοθεσίας που αφορά τους ερευνητικούς φορείς (ΑΕΙ, ΤΕΙ, Ερευνητικά Κέντρα).

8. Η κρατική χρηματοδότηση της ΕΕ και της ΑΤ από εθνικούς πόρους πρέπει να αυξηθεί με σταθερό ετήσιο ρυθμό 0,03% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ώστε το 2010 να υπερβούμε το 0,50% ―από 0,32%, που είναι σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Η αύξηση αυτή πρέπει να χρησιμοποιηθεί αφενός για αύξηση του τακτικού προϋπολογισμού των Ερευνητικών Κέντρων αφετέρου δε για διεύρυνση της χρηματοδότησης ερευνητικών προτάσεων σε μόνιμη βάση και χωρίς θεματικούς ή άλλους αποκλεισμούς. Η έμφαση πρέπει κατά πρώτο λόγο να είναι στην ποιότητα και κατά δεύτερο στη χρησιμότητα (βραχυχρόνια αλλά και μακροχρόνια).

9. Οι πόροι των εκάστοτε Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης πρέπει να χρησιμοποιηθούν για αναβάθμιση της υποδομής και πάλι βάσει της αρχής σύνδεσης παραγωγικότητας και αμοιβής.

10. Θα πρέπει να δοθούν περαιτέρω κίνητρα και διευκολύνσεις για την αξιοποίηση των προϊόντων της ΕΕ στο πνεύμα του νόμου 2919/2001, άρθρο 11. Ωστόσο, η αξιολόγηση των σχετικών προτάσεων πρέπει να είναι πιο αυστηρή, λαμβάνοντας υπόψη την ήδη αποκτηθείσα εμπειρία καθώς και τις πρακτικές άλλων χωρών.

11. Θα πρέπει να γίνει μια συστηματική συντονισμένη προσπάθεια (αξιοποιώντας υπάρχουσες εμπειρίες) για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ιδίως σε τομείς νέων τεχνολογιών.

12. Έπειτα από έναν ουσιαστικό διάλογο με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που εμφανίζουν αξιόλογες επενδύσεις σε ΕΕ και ΑΤ, ή και προϊόντα νέας τεχνολογίας, θα πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα και να βελτιωθούν τα υφιστάμενα με στόχο την ενίσχυση της εγχώριας ΕΕ και ΑΤ εντός των επιχειρήσεων, ώστε η ελληνική οικονομία να γίνει πιο ανταγωνιστική και να θέσει στέρεες βάσεις ανάπτυξης στις συνθήκες του 21ου αιώνα.

Μέτρα μακράς πνοής όπως τα προτεινόμενα, ή και άλλα ενδεχομένως πιο αποτελεσματικά, τα οποία θα εφαρμοσθούν με συνέπεια και επιμονή και με ορίζοντα δεκαετίας, θα αξιοποιήσουν όσα θετικά έχουν ήδη επιτευχθεί και θα θέσουν ίσως υγιή θεμέλια για μια ουσιαστική πρόοδο της χώρας μας, πρόοδος η οποία συνοψίζεται, κατά τη γνώμη μου, στο παραπάνω σταυροειδές σχήμα.