|
|
|
Η μερίδα του λέοντος
|
|
|
|
Τα τελευταία χρόνια, οι περιβαλλοντολόγοι έστρεψαν την προσοχή τους στη συνολική παραγωγική ικανότητα της Γης και στο τμήμα της που ιδιοποιείται ο Homo sapiens. Τέτοιου είδους μετρήσεις συμπληρώνουν άλλους δείκτες της παγκόσμιας ανθρωπογενούς περιβαλλοντικής πίεσης, όπως οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις των αερίων θερμοκηπίου.
Η πλέον πρόσφατη και λεπτομερής μελέτη προέρχεται από μια ομάδα της οποίας ηγείται ο βιολόγος Marc L. Ιmhoff, του Κέντρου Διαστημικών Πτήσεων Goddard της NASA. Χρησιμοποιώντας στοιχεία από δορυφόρους και κλιματικά δεδομένα, η παραπάνω ομάδα υπολόγισε τη συνολική ηλιακή ενέργεια που διοχετεύεται στην επονομαζόμενη «καθαρή πρωτογενή παραγωγή» (ΚΠΠ), μετατρέπεται δηλαδή μέσω της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης σε φυτική οργανική ύλη που συνιστά την κύρια πηγή τροφής για τους ζωντανούς οργανισμούς. (Από την ΚΠΠ αποκλείονται άλλες μορφές ενέργειας, όπως ορυκτά καύσιμα ή ιχθυοπροϊόντα.) Στη συνέχεια, οι ερευνητές υπολόγισαν το μερίδιο που αποσπά ο άνθρωπος από την ΚΠΠ με βάση την κατανάλωση φυτικών τροφών, κρέατος, γάλακτος, αβγών, καθώς και ξυλείας χρησιμοποιούμενης ως καύσιμο και κατασκευαστικό υλικό.
Ο Ιmhoff και οι συνεργάτες του έλαβαν υπόψη τους την αποδοτικότητα των μεθόδων απόληψης και παραγωγής, η οποία διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Στα ανεπτυγμένα κράτη, για παράδειγμα, 1 τόνος πριστής ξυλείας απαιτεί 1,3 τόνους δεντρικής βιομάζας, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες απαιτούνται 2 τόνοι. Η ομάδα υπολόγισε τις τιμές της αποδοτικότητας χωρίζοντας τη γήινη επιφάνεια σε περιοχές εύρους 1/4 της μοίρας ανά γεωγραφικό πλάτος και μήκος ―που στον ισημερινό ισοδυναμούν με επιφάνειες τετραγώνων πλευράς περίπου 27,8 χιλιομέτρων.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι η μέση ετήσια ΚΠΠ από το 1982 έως το 1998 ανερχόταν σε 24,2 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ύλης, από τους οποίους ο άνθρωπος ιδιοποιήθηκε το 20%. (Η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και κυμαίνεται μεταξύ 14% και 26%.) Στο χάρτη απεικονίζεται το ποσοστό τής ΚΠΠ που ιδιοποιείται ο άνθρωπος σε κάθε περιοχή. Το ανθρώπινο μερίδιο στην ΚΠΠ διαφοροποιείται σημαντικά από περιοχή σε περιοχή. Οι μεγάλες αστικές περιοχές καταναλώνουν 300 φορές το ποσό της τοπικής ΚΠΠ, ενώ στις αραιοκατοικημένες περιοχές του Αμαζονίου η ανθρώπινη ιδιοποίηση είναι σχεδόν μηδενική.
Η αύξηση του ανθρώπινου μεριδίου στην κατανάλωση φυτών θα μπορούσε να έχει παγκόσμιες επιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στη σύσταση της ατμόσφαιρας αλλά και τον υδρολογικό κύκλο. Θα μπορούσε επίσης να μειώσει τη βιοποικιλότητα, γεγονός το οποίο ίσως οδηγήσει με τη σειρά του σε μείωση της ΚΠΠ λόγω της διατάραξης διαδικασιών όπως η επικονίαση των καλλιεργειών και ο έλεγχος των παρασίτων. Ο ρυθμός εξαφάνισης των ειδών ήδη εμφανίζει αυξητικές τάσεις.
Η διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολη στις ανεπτυσσόμενες χώρες, όπου η διάσωση των ειδών έρχεται μακράν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την άμεση κάλυψη των επειγουσών αναγκών του πληθυσμού. Πράγματι, αν σε αυτές τις περιοχές η κατανάλωση αυξανόταν στα επίπεδα των βιομηχανικών χωρών, το ανθρώπινο μερίδιο στην ΚΠΠ θα μπορούσε να ξεπεράσει το 35%.
Οι μελέτες τής ΚΠΠ βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Αν στο μέλλον γίνουν περισσότερο ακριβείς, τέτοιου είδους αναλύσεις θα βοηθήσουν ιδιαίτερα στον καθορισμό των μεταβαλλόμενων επιπτώσεων της κατανάλωσης και της τεχνολογίας, καθώς και στην αξιολόγηση πολιτικών που στοχεύουν στη μείωση των επιπτώσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας στα οικοσυστήματα.
|
|
|
|
|