Ιούνιος 2005
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Εξαφάνιση δεινοσαύρων
Σύμφωνα με την καθιερωμένη παλαιοντολογική θεωρία, ένας αστεροειδής ή κομήτης διαμέτρου 10 με 14 χιλιομέτρων συνετρίβη πάνω στη σημερινή χερσόνησο Γιουκατάν πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, και οδήγησε στην εξάλειψη των δεινοσαύρων. Οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ως πειστήριο αυτής της εξαφάνισης που συνέβη κατά το Κρητιδικό-Τριτογενές (ΚΤ) τον κρατήρα στο Τσίξουλουμπ [βλ. David A. Kring και Daniel D. Durda, «Η μέρα που κάηκε ο κόσμος», Scientific American - Ελληνική Έκδοση, Ιούνιος 2004].

«Μη βιάζεστε να συμφωνήσετε» προτείνει ωστόσο η μικροπαλαιοντολόγος Gerta Keller, του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, η οποία υποστηρίζει ότι η σύγκρουση που δημιούργησε τον διαμέτρου 145 χιλιομέτρων κρατήρα στο Τσίξουλουμπ συνέβη πριν από τη μαζική εξαφάνιση κατά το Κρητιδικό-Τριτογενές (ΚΤ), για την ακρίβεια 300.000 χρόνια νωρίτερα. Η Keller ανακοίνωσε τον επίμαχο ισχυρισμό της για πρώτη φορά πέρυσι, και ο θόρυβος που προκάλεσε δεν λέει να κοπάσει.

Η Keller δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η εξαφάνιση των δεινοσαύρων θα μπορούσε να είχε ως γενεσιουργό αιτία την πρόσκρουση ενός μετεωρίτη, είναι πεπεισμένη ωστόσο ότι ο κρατήρας στο Τσίξουλουμπ δεν είναι αυτός που αναζητούν οι επιστήμονες, βάσει αναλύσεων που έκανε σε ιζήματα από διάφορες κοντινές τοποθεσίες. Διαθέτει αρκετές ενδείξεις που ενισχύουν την άποψή της. Ειδικότερα, μία από αυτές σχετίζεται με το στρώμα ιριδίου ―ένα εξαιρετικά σπάνιο στοιχείο που γνωρίζουμε ότι αφθονεί σε πολλούς μετεωρίτες―, το οποίο εμφανίζεται στο όριο ΚΤ σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Θεωρητικά, μόνο πολύ ισχυρές προσκρούσεις θα ήταν σε θέση να διασπείρουν το εν λόγω στοιχείο παγκοσμίως.

Μια μεγάλη σύγκρουση είναι επίσης σε θέση να παραγάγει και έναν άλλο τύπο στρώματος, τήκοντας και εξαερώνοντας πυριτικά πετρώματα, τα οποία στη συνέχεια συμπυκνώνονται σε υαλώδεις σφαίρες με μέγεθος κόκκων άμμου γνωστές ως μικροτηκτίτες. Ανάλογα με τη μάζα του μετεωρίτη, αυτές οι μικροσκοπικές υαλώδεις σφαίρες είναι δυνατόν να εκτιναχθούν εκατοντάδες έως και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σημείο της πρόσκρουσης.

Η Keller ανακάλυψε ότι τα αρχικά στρώματα μικροτηκτίτη στο Τσίξουλουμπ κείνται έως και 14 μέτρα κάτω από το στρώμα ιριδίου του ορίου ΚΤ στην τοποθεσία του κρατήρα στο βορειοανατολικό Μεξικό (ο κρατήρας εκτείνεται από εκεί έως μέσα στον Κόλπο του Μεξικού). «Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει εντοπίσει ιρίδιο που να σχετίζεται με το Τσίξουλουμπ» παρατηρεί η Keller.

Ο Jan Smit, παλαιοντολόγος στο Πανεπιστήμιο Vrije της Ολλανδίας, αμφισβητεί τους ισχυρισμούς τής Keller ότι το ιρίδιο του ορίου ΚΤ δεν σχετίζεται με τον κρατήρα του Τσίξουλουμπ: «Αν αποσυνδέσει κανείς όλα τα εμπλουτισμένα με ιρίδιο στρώματα αναβλημάτων από την πρόσκρουση στο Τσίξουλουμπ, τότε φυσικά δεν απομένει καθόλου ιρίδιο που να συσχετίζεται με τον εν λόγω κρατήρα». Έστω ότι έτσι έχουν τα πράγματα· τότε, ο Smit διερωτάται: «Πώς και πού μπορεί να κρύψει κανείς το ιρίδιο που σχετίζεται με μια μεγάλη πρόσκρουση όπως αυτή στο Τσίξουλουμπ;»

Η Keller εικάζει ότι το αντικείμενο που δημιούργησε τον κρατήρα στο Τσίξουλουμπ ίσως ήταν ένα είδος «βρόμικης χιονόμπαλας» που δεν περιείχε καθόλου ιρίδιο. Πολλοί άλλωστε μετεωρίτες δεν διαθέτουν το εν λόγω στοιχείο. Βέβαια, ένα άλλο ενδεχόμενο θα μπορούσε να είναι το ότι ίσως δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί μετρήσεις στα κατάλληλα στρώματα πετρωμάτων.

Κάποιοι ερευνητές έχουν επίσης εγείρει αμφιβολίες σχετικά με την προτεινόμενη από την Keller χρονική διαφορά των 300.000 ετών μεταξύ του συμβάντος στο Τσίξουλουμπ και του ορίου ΚΤ, η οποία διαφορά βασίζεται σε ρυθμούς καθίζησης που συνήχθησαν από την απόσταση ανάμεσα στο στρώμα μικροτηκτίτη και το στρώμα που αντιστοιχεί στο όριο ΚΤ. Ο Geoffrey Garrison, παλαιοντολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, διερωτάται για ποιο λόγο το διαχωριστικό υλικό μεταξύ των δύο στρωμάτων δεν θα μπορούσε απλά να είναι κάποιο ίζημα που επαναιωρήθηκε συνεπεία της πρόσκρουσης και στη συνέχεια εναποτέθηκε ξανά στον πυθμένα της θάλασσας.

Η Keller επιμένει ότι έχει ήδη αποκλείσει το ενδεχόμενο της επαναιώρησης. Ισχυρίζεται ότι η εναπόθεση ιζήματος μετά από κάποιο «συμβάν υψηλής ενέργειας» ―όπως μια πρόσκρουση, κάποιο τσουνάμι ή μια καταιγίδα― παράγει χαρακτηριστικά, αναγνωρίσιμα στρώματα. Οι βαρύτεροι κόκκοι εναποτίθενται πρώτοι και ακολουθούν η πιο λεπτόκκοκη ιλύς και άργιλοι. Τέτοιο πρότυπο, όμως, δεν παρατηρείται στον κρατήρα του Τσίξουλουμπ, αναφέρει η Keller.

Η Keller σχεδιάζει να υποστηρίξει τις θέσεις της σε μια επερχόμενη δημοσίευση, στην οποία θα ισχυρίζεται ότι προσκρούσεις μετεωριτών που αφήνουν πίσω τους κρατήρες με μέγεθος σαν αυτόν στο Τσίξουλουμπ ή και μικρότερους δεν είναι δυνατόν από μόνες τους να επιφέρουν μεγάλης κλίμακας εξαφανίσεις ειδών. Θεωρεί ότι η εκτινασσόμενη ποσότητα ύλης δεν είναι ικανή μέσω πυρκαγιών ή πλημμυρών να πυροδοτήσει κλιματικές ή γεωγραφικές μεταβολές παρατεταμένης διάρκειας. Για να συμβεί μια ξαφνική μαζική εξαφάνιση, ίσως απαιτείται η χρονική σύμπτωση εκτεταμένης ηφαιστειότητας και μίας ισχυρής πρόσκρουσης, «μόνο που κανείς ώς σήμερα δεν έχει εντοπίσει τον υπεύθυνο κρατήρα» αναφέρει η Keller στην απορριπτική για το Τσίξουλουμπ εισήγησή της. «Από την ιστορία των μαζικών εξαφανίσεων φαίνεται ότι σχεδόν όλα τα είδη οργανισμών είναι σε θέση να επιβιώνουν μετά από κάποιο μεμονωμένο βραχυπρόθεσμο περιβαλλοντικό πλήγμα». Το κατά πόσον η συμβατική γνώση θα αντέξει το πλήγμα που επέφεραν στην παλαιοντολογία οι προτάσεις της Keller, θα φανεί στο μέλλον.