Ιούνιος 2005
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Οι ραβδωτοί κώδικες
Με τη λήξη του 20ού αιώνα, η ταξινομική βρέθηκε σε μια κρίσιμη καμπή: Οι χρηματοδοτήσεις μειώνονταν, και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον έφθινε την ίδια ακριβώς στιγμή που οι βιολόγοι και οι ειδικοί στην προστασία και τη διατήρηση της άγριας ζωής εργάζονταν με ταχείς ρυθμούς για την ταυτοποίηση και την ποσοτικοποίηση των ειδών. «Κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων εργασιών μου στην τροπική ζώνη, έχω αντιμετωπίσει την απογοήτευση που αισθάνονται όλοι οι βιολόγοι λόγω άγνοιας για τα έμβια συστήματα γύρω τους» εξηγεί ο εξελικτικός βιολόγος Paul D. Hebert, ο οποίος στο Πρόγραμμα Canada Research Chair είναι πρόεδρος του τμήματος που αφορά τη μοριακή βιοποικιλότητα. Έτσι, το 2003, ο Hebert πρότεινε ένα νέο σύστημα ταυτοποίησης των ειδών, παρακάμπτοντας την αγγαρεία της ταξινομικής, τη συλλογή πληροφοριών: Προσαρτεί «ετικέτες» στα είδη βάσει ενός τμήματος κάποιου μιτοχονδριακού γονιδίου. Αυτοί οι αποκαλούμενοι «ραβδοκώδικες DNA» κέρδισαν αμέσως την καθολική εύνοια των επιστημόνων, προαναγγέλλοντας τη μέρα εκείνη που οι ερευνητές θα πραγματοποιούν έξω στο πεδίο απλούς ελέγχους DNA, ίσως ακόμη και με τη βοήθεια μιας συσκευής σαν εκείνες τις φορητές που χρησιμοποιούσαν στη σειρά Star Trek. Από τότε όμως που έκανε την εμφάνισή της, πλήθος ταξινόμων έχουν επικρίνει αυτή τη συντομότερη μέθοδο, ισχυριζόμενοι ότι θα υπονομεύσει τα επί τούτω πολυσύνθετα συστήματα που έχουν αναπτυχθεί ώστε να διασφαλίζεται η ακρίβεια και η ορθότητα της ταυτοποίησης.

Το σχέδιο του Hebert εστιάζεται στο γονίδιο της οξειδάσης του κυτοχρώματος Ι (CO1), μια μιτοχονδριακή αλληλουχία θεωρητικά μοναδική για το διαχωρισμό των τάξων. Πέρυσι, μαζί με τους συνεργάτες του απέδειξε την ισχύ αυτής της αρχής, όταν οι ραβδοκώδικες DNA ορθώς προέβλεψαν ανεξάρτητα είδη μέσα σε ομάδες πτηνών και λεπιδοπτέρων τα οποία ώς τότε δεν αντιμετωπίζονταν ξεχωριστά. Σε μια συνάντηση στο Λονδίνο τον περασμένο Φεβρουάριο, η Κοινοπραξία για τον Ραβδοκώδικα της Ζωής (Consortium for the Barcode of Life) ανακοίνωσε σχέδια για τη «ραβδοκωδικοποίηση» όλων των πτηνών και των ψαριών εντός της επόμενης πενταετίας, όπως επίσης και για την ταυτοποίηση όλων των ανθοφύτων της Κόστα Ρίκα. Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι τα σκαλοπάτια που οδηγούν στον πιο μεγαλόπρεπο αντικειμενικό σκοπό: μια γονιδιακή ετικέτα για κάθε έμβιο σύστημα και έναν κατάλογο της βιοποικιλότητας πάνω στη Γη (επισήμως είναι γνωστό περίπου μόνο το 1/10 των ειδών του κόσμου).

Αλλά όπως και καθετί άλλο, η ραβδοκωδικοποίηση «μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για καλό είτε για κακό» προειδοποιεί ο εντομολόγος Quentin D. Wheeler, του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου. Προκαλεί ενδιαφέρον ένα τυποποιημένο σύστημα σήμανσης των ειδών, υπό τον όρο βέβαια ότι συμφωνεί και ταιριάζει με τις επίσημες περιγραφές και κατατάξεις. Για τον Wheeler και τους άλλους επικριτές αποτελεί την πιο φιλόδοξη επιδίωξη των υποστηρικτών της ραβδοκωδικοποίησης ―να εφαρμοστεί το σύστημα της CO1 προκειμένου να δημιουργηθούν «προσωρινοί» ορισμοί νέων ειδών―, η οποία απειλεί να παρακωλύσει την πρόοδο της ταξινομικής.

Το πρόβλημα, υποστηρίζουν όσοι αντιτάσσονται, έγκειται στην υπεραπλοποίηση. «Η φύση είναι ένας “αχταρμάς”» επισημαίνει ο εντομολόγος Daniel Rubinoff, του Πανεπιστημίου της Χαβάης στη Μανόα. Σήμερα υφίστανται πολλοί ορισμοί για το είδος, διότι κανείς δεν γνωρίζει τι καθίσταται ικανό προς ειδογένεση. Η ίδια η «επιστήμη» της ταξινομικής στηρίζεται στην ανάλυση εκατοντάδων χαρακτήρων προκειμένου να προχωρεί σε διακρίσεις, γεγονός που εξηγεί γιατί τα σύνολα δεδομένων βάσει ενός χαρακτήρα τα οποία χρησιμοποιούνται από τους θιασώτες της ραβδοκωδικοποίησης «μοιάζουν με επιστροφή στο Μεσαίωνα» λέει ο Rubinoff. Μαζί του συγκλίνει και ο Brent D. Mishler, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, ο οποίος χαρακτηρίζει τη ραβδοκωδικοποίηση ως μέθοδο για την ταυτοποίηση των ειδών «τρομερά ανάποδη και βλαπτική της διάρθρωσης που διέπει τη συστηματική» ―υπό τις παρούσες συνθήκες, η συστηματική, προκειμένου να αναγνωρίζει και να αναδεικνύει ένα είδος μέσα σε ένα γενικό εξελικτικό πλαίσιο, βασίζεται σε εκτεταμένα μορφολογικά, οικολογικά και γενετικά δεδομένα.

Επιπλέον, οι επικριτές της ραβδοκωδικοποίησης αποδοκιμάζουν την ορθότητά της. Ο Hebert δικαιολογεί ποσοστό σφάλματος 2%, αρκετά μικρό ώστε να πιστοποιεί την εγκυρότητα της μεθόδου για τα ζώα. Έως σήμερα, όμως, έχουν προκύψει μερικές μόνο αποδείξεις της αρχής, και οι έλεγχοι ήταν εύκολοι. «Συνήθως το πιο σοβαρό όσον αφορά την ορθή ταυτοποίηση είναι η διάκριση των στενά αδελφών ειδών» υποστηρίζει ο βιολόγος Felix Sperling, του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα. Και σε τέτοια είδη ίσως αντιμετωπίζουν τις πιο μεγάλες αναποδιές όσοι αναλύουν με τη βοήθεια της CO1. Τάξα που διασπάστηκαν πρόσφατα ή περιπτώσεις υβριδοποίησης, όπου προέκυψαν απόγονοι από ανεξάρτητα είδη, θέτουν ιδιαίτερες προκλήσεις, διότι οι αλληλουχίες ίσως να μην έχουν ακόμη εξελιχθεί ώστε να αντανακλούν γεγονότα αυτού του τύπου.

Ο Hebert υποστηρίζει ότι το σύστημα προορίζεται για να επαυξάνει την τρέχουσα ταξινομική «με το να συσσωρεύει τη ζωή σε στοίβες», οι οποίες μπορούν αργότερα να επανεξετάζονται και να διορθώνονται επισταμένως. Με ένα κόστος, όμως, που κυμαίνεται μεταξύ 1 έως 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι επικριτές της μεθόδου ανησυχούν μήπως η πρωτοβουλία απλώς σφετεριστεί χρήματα και αφήσει τη «γνήσια» ταξινομική να βάλει τέλος στη σύγχυση. «Στην εποχή των αυτοματοποιημένων υποδομών, των ψηφιακών μέσων και της τεχνολογίας της πληροφορίας» έγραψαν σε ένα υπό δημοσίευση άρθρο τους στο System Biology οι Wheeler και Mishler «τα περισσότερα βάρη που στέκονταν εμπόδια στην ταξινομική έχουν φύγει από τη μέση. [Αλλά] σήμερα [...] κινδυνεύει να πεταχτεί σαν σκουπίδι χάριν της πιο τελευταίας τάσης να γίνονται όλα με “κόλπα”».

Οι ειδικοί επισημαίνουν επίσης ότι οι ραβδοκώδικες δεν είναι δυνατόν να ενσωματωθούν στο άλλο μείζον εγχείρημα της συστηματικής, το Δέντρο της Ζωής (Tree of Life), ένα κλαδόγραμμα αξιολογημένο από ειδικούς το οποίο συνδέει όλες τις γνωστές φυλογενετικές σχέσεις. (Οι ραβδοκώδικες παρέχουν εξαιρετικά λίγα στοιχεία ώστε να αιτιολογούν τις περιγραφές κάποιου επίσημου είδους πάνω στο δέντρο.) Στην καλύτερη περίπτωση, η βάση δεδομένων τού Hebert θα μπορεί να υπάρχει παράπλευρα με το δέντρο, επιθέτοντας σε αυτό ανεξέταστα «φύλλα». Ο Hebert δηλώνει ότι, παρά τα εμπόδια «τελικά προσπορίζουμε οφέλη από ένα αυτοματοποιημένο ρεύμα ψηφιακής πληροφορίας», άλλοι όμως σημειώνουν ότι οι προδιαγεγραμμένοι αμετακίνητοι κώδικες δείχνουν να παραβλέπουν την ουσιώδη σημασία των ειδών: να αποτελούν ακρότατους μικρούς προορισμούς, πάντα μεταβαλλόμενους, στα χέρια της εξέλιξης.