|
|
|
Εξέλειψε ή όχι;
|
|
|
|
Αυτό που φαίνεται στο βίντεο δεν διακρίνεται καλά λόγω μεγέθους, κινείται πολύ γρήγορα, στην οθόνη εμφανίζεται χιόνι, είναι και σκοτεινή η εικόνα, αλλά όσοι το έχουν εξετάσει μετά προσοχής διαπιστώνουν κάτι θαυμάσιο: Είναι μια μαρτυρία ότι τουλάχιστον ένας δρυοκολάπτης με ιβουάρ ράμφος (Campephilus principalis) ―πουλί με ύψος 46 έως 51 εκατοστά και άνοιγμα πτερύγων περί τα 76 εκατοστά, το οποίο παρατηρήθηκε για τελευταία φορά στις ΗΠΑ το 1944― βρίσκεται εν ζωή στο παλαιό τμήμα του δάσους στο ανατολικό Αρκανσο. Έπειτα από ένα χρόνο ατελείωτων περιπάτων αλλά και διελεύσεων του Μπιγκ Γουντς και των βάλτων του με κανό, μετά από πολλές ελάχιστα πειστικές ηχογραφήσεις κραυγών που θύμιζαν αυτό τον τρυποκάρυδο, ύστερα από επτά καλές εμφανίσεις του και μία τυχαία και τυχερή βιντεοσκόπησή του, οι επιστήμονες ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι το πουλί τελικώς δεν ήταν εξαφανισμένο.
Αν και η ανακάλυψη ήρθε καθυστερημένα, ο δρυοκολάπτης με το ιβουάρ ράμφος δεν αποτελεί το μόνο είδος στις ΗΠΑ το οποίο επέστρεψε πρόσφατα από τη λήθη. Τον περασμένο Μάιο, λίγες μόλις μέρες μετά τα νέα του δρυοκολάπτη, η Υπηρεσία για τη Διατήρηση της Φύσης (Nature Conservancy) ανακοίνωνε την ανακάλυψη στην Αλαμπάμα τριών σαλιγκαριών που είχαν καταχωρισθεί ως εκλείψαντα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, βοτανικοί του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ ανέφεραν ότι βρήκαν το φαγόπυρο (Eriogonum truncatum) του όρους Ντιάμπλο (περίπου 48 χιλιόμετρα ανατολικά τού Σαν Φρανσίσκο), ένα μικροσκοπικό φυτό με ροζ άνθη το οποίο δεν είχε κανείς ξαναδεί από το 1936. Τουλάχιστον 24 άλλα είδη θεωρούμενων ή πιθανώς εξαφανισθέντων φυτών, εντόμων και άλλων οργανισμών έχουν βρεθεί κατά τη διάρκεια μελετών διερεύνησης της φυσικής κληρονομιάς στη Βόρεια Αμερική από το 1974, σύμφωνα με τον Mark Schaefer, πρόεδρο της Nature-Serve, μιας μη κερδοσκοπικής ομάδας που χρηματοδοτείται από την Υπηρεσία για τη Διατήρηση της Φύσης. Εννοείται ότι υπάρχουν και άλλα παραδείγματα από αλλού: Ο βαυαρικός μίκρωτος, ή αρουραίος των πεύκων (Microtus bavaricus), είχε θεαθεί τελευταία φορά το 1962 και επανεμφανίστηκε το 2000· ο πετρίλος της Νέας Ζηλανδίας (Oceanites maoria-nus) και το φάσμα (Dryococelus australis) του νησιωτικού συμπλέγματος Λορντ Χάου (βορειοανατολικά τού Σίντνεϊ) συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των άλλων ειδών που πλέον δεν απουσιάζουν.
Με τόσο πολλά «εκλείψαντα» πλάσματα να επανεμφανίζονται, εύλογα διερωτάται κανείς αν η λέξη «εκλείψαντα» έχει χάσει τη σημασία της ―κάτι για το οποίο ο Ross Mac Phee, έφορος του τμήματος θηλαστικών στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ήταν ευθύς και ειλικρινής. Μάλιστα ανησυχεί μήπως βαθμιαία αναπτυχθεί από μέρους του κόσμου έντονη αδιαφορία (εάν δεν έχει ήδη συμβεί αυτό), μιας και πολλά είδη περιγράφονται είτε ως ήδη εκλείψαντα και πρώην εκλείψαντα είτε ότι βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Παραπέμπει στο παράδειγμα του κοκκινωπού κερκοπιθήκου της Miss Waldron (Procolobus badius waldroni), ο οποίος δηλώθηκε εκλείψας το 2000, ενώ το 2004 αναφέρθηκε ότι ζει. «Ο μέσος άνθρωπος έχει αλλεπάλληλα και έντονα δεχτεί καταιγισμό από την ίδια ιστορία» παρατηρεί, και έτσι «ο κόσμος χρησιμοποιεί τον όρο αδιακρίτως.»
Προκειμένου να εξουδετερώσουν αυτή την τάση, ο MacPhee και οι συνεργάτες του στο μουσείο συγκρότησαν την Επιτροπή για τους Προσφάτως Εκλείψαντες Οργανισμούς στα τέλη της δεκαετίας του 1990, επινοώντας κριτήρια για τον αξιόπιστο ορισμό της εξαφάνισης ενός είδους ―συμπεριλαμβανομένων της αυστηρής ταξινομικής ταυτοποίησης και μιας περιόδου αναμονής 50 ετών προτού κάτι δηλωθεί ως εκλείψαν, ιδέα που αρχικά προωθήθηκε από τη Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλούμενων Ειδών.
Ο Schaefer και ο John W. Fitzpatrick, του Πανεπιστημίου Cornell και ο πρώτος εκ των συγγραφέων στη δημοσίευση για το δρυοκολάπτη, συμφωνούν ότι είναι απαραίτητη μια προσεκτικότερη εφαρμογή του όρου «εξάλειψη». «Η λέξη “εκλείψαν” έχει απόλυτο σημασιολογικό περιεχόμενο, όπως οι λέξεις έγκυος ή νεκρός» παρατηρεί ο Fitzpatrick, «και έτσι οφείλουμε να δίνουμε στις περιγραφές μας την πιθανότητα να ισχύει κάτι τέτοιο». Σε περιπτώσεις όπως αυτή του αποδημητικού περιστεριού (Ectopistes migratorius), το οποίο κανείς δεν έχει δει επί έναν αιώνα, «το αντιμετωπίζουμε ως τυπικά εκλείψαν» σημειώνει. Για πολλά, εντούτοις, φυτά και μικρόσωμα σπονδυλωτά, «υποπτευόμαστε την εξαφάνισή τους, παρόλο που μπορεί να εξακολουθούν να ζουν και να διατηρούνται κρυμμένα σε κάποιες τοποθεσίες. Αυτό συνέβη και με το δρυοκολάπτη». Μάλιστα, ο Schaefer αναφέρει ότι η οργάνωσή του χρησιμοποιεί ένα σύστημα γραμμάτων για την περιγραφή των ειδών ως GX (θεωρούμενα εκλείψαντα) ή GH (πιθανώς εκλείψαντα), ενώ χρησιμοποιούν και ποικίλες άλλες κατατάξεις, όπως λόγου χάρη την G1 (κρίσιμα απειλούμενο).
Προς το παρόν, ο δρυοκολάπτης με το ιβουάρ ράμφος δείχνει να παρουσιάζει επιτυχώς μια τάση βελτίωσης· «από απόψεως πιθανοτήτων, ωστόσο, η τύχη αυτού του πουλιού να διατηρηθεί είναι πολύ μικρή» επισημαίνει ο Fitzpatrick. «Ο καθοριστικός παράγοντας έγκειται στην επανεπέκταση του παλαιού δάσους. Και τούτο ακριβώς είναι που χρειαζόταν το εν λόγω πτηνό. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις ακραίας απειλής, όπως στη Χαβάη, ο δρυοκολάπτης με το ιβουάρ ράμφος αντιπροσωπεύει περίπτωση στην οποία το φυσικό ενδιαίτημα του είδους βελτιώνεται προοδευτικά. Και θα προσέθετα ότι, ακόμη κι αν ο δρυοκολάπτης δεν τα καταφέρει, οφείλουμε να επιταχύνουμε τη διαδικασία.»
|
|
|
|
|