|
|
|
Ίχνη ψυχρού πολέμου
|
|
|
|
Η απογοήτευση οδήγησε στην έμπνευση τον Jonas Frisén, του Ιατρικού Ινστιτούτου Νόμπελ της Στοκχόλμης, όταν αποφάσισε να καταγράψει την ηλικία διάφορων τμημάτων του σώματος ζώντων ανθρώπων. Ως νευροεπιστήμονας που μελετά την αναγέννηση του εγκεφαλικού ιστού, θεώρησε σκόπιμο να μάθει αν πραγματοποιείται φυσιολογικά μερική ή ολική αναγέννηση του ανθρώπινου εγκεφάλου και, αν ναι, κάθε πότε. «Ήμουν πολύ απογοητευμένος», λέει ο Frisén, «διότι φαινόταν ότι δεν θα βρίσκαμε ποτέ την απάντηση στα ερωτηματικά αυτά όσον αφορά τους ανθρώπους»· οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη σήμανση και τη μελέτη του κύκλου ζωής των κυττάρων απαιτούν τη χρήση τοξικών χημικών ουσιών και, κατά συνέπεια, η εφαρμογή τους στον άνθρωπο αποκλείεται για ηθικούς λόγους.
Και ενώ ο Frisén προσπαθούσε απελπισμένα να βρει μια νέα προσέγγιση, έμαθε για μια φυσική σήμανση στην οποία είχαν «υποβληθεί» όσοι γεννήθηκαν μετά το 1955, στο απόγειο των επίγειων πυρηνικών δοκιμών. Οι δοκιμές, που τερματίστηκαν μετά τη Συνθήκη Μερικής Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών τού 1963, ελευθέρωσαν τεράστιες ποσότητες ενός ισοτόπου του άνθρακα, του άνθρακα-14 (C14), στην ατμόσφαιρα, οι οποίες διαχύθηκαν ταχύτατα σε όλη την υδρόγειο. Τα φυτά ενσωμάτωσαν τον C14 στα κύτταρά τους, τα ζώα έφαγαν κάποια από τα φυτά, ενώ οι άνθρωποι και από τα δύο. Με τον τρόπο αυτό, τα ανθρώπινα κύτταρα απορρόφησαν το ισότοπο δίνοντας στον Frisén τη σήμανση που χρειαζόταν για τις μελέτες του.
Στα πλαίσια της μελέτης του, συνεργάστηκε με τον Bruce A. Buchholz, του Εθνικού Εργαστηρίου Lawrence Livermore, ο οποίος είχε ήδη αξιοποιήσει ίχνη C14 της ατομικής εποχής στον προσδιορισμό της ηλικίας αμυλοειδικών πλακών από δείγματα εγκεφαλικού ιστού ασθενών από τη νόσο τού Alzheimer. Ωστόσο, η μελέτη την οποία ήθελε να διεξαγάγει ο Frisén ήταν πολύ πιο περίπλοκη, καθότι τα κύτταρα βρίθουν πρωτεϊνών που παράγονται και αποικοδομούνται συνεχώς. Προκειμένου να μάθει την αληθινή ηλικία κάποιου κυττάρου, ο Frisén χρειαζόταν κάτι που να σχηματίστηκε τη στιγμή της γέννησης του κυττάρου και παρέμεινε ανέπαφο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του: έπρεπε δηλαδή να απομονώσει και να χρονολογήσει το DNA του.
Μετρώντας την ποσότητα του C14 που ενσωματώνεται στο μόριο του DNA κατά τη στιγμή της δημιουργίας του και συσχετίζοντας, μετέπειτα, την ποσότητα αυτή με τα επίπεδα του ατμοσφαιρικού C14, ο Frisén είχε τελικά στη διάθεσή του μια μεθοδολογία η οποία θα απαντούσε τα ερωτηματικά που τον ταλάνιζαν. Όπως ανακοινώθηκε σε μια πρόσφατη δημοσίευση της ερευνητικής ομάδας στο περιοδικό Cell, πολλά μέρη του σώματός μας είναι πολύ νεότερα των υπολοίπων. Τα κύτταρα της νήστιδας του εντερικού ιστού ανθρώπων ηλικίας περίπου 35 ετών έχουν πραγματική ηλικία μικρότερη των 16 ετών. Αντίστοιχα, η ηλικία των σκελετικών μυών ατόμων κοντά στα 40 είναι λίγο μεγαλύτερη των 15 ετών.
Η μεγάλη έκπληξη όμως προέκυψε από τον εγκέφαλο. Ο Frisén εξέτασε κύτταρα της παρεγκεφαλίδας και του ινιακού φλοιού και διαπίστωσε ότι οι νευρώνες και των δύο ιστών είχαν ηλικία η οποία συνέπιπτε ή ήταν πολύ κοντά με την ηλικία του ατόμου, υποδεικνύοντας ότι τα συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου διαμορφώνονται κατά τη γέννηση του ατόμου και, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν ανανεώνονται.
Ο Frisén πιστεύει ότι είναι πολύ νωρίς να πούμε ότι τα ευρήματά του μειώνουν τις ελπίδες για θεραπευτική αναγέννηση κατεστραμμένων εγκεφαλικών ιστών. «Δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο. Απλώς, υπό τις συνθήκες αυτές, μάλλον έχουμε κάπως λιγότερες ελπίδες απ’ ό,τι θα είχαμε αν παρατηρούσαμε κάποια έντονη διαρκή αναγέννηση», παραδέχεται. Δηλώνει όμως επίσης ότι ανυπομονεί να πραγματοποιήσει νέες μελέτες σε ανθρώπους που, για παράδειγμα, υπέστησαν εγκεφαλικό επεισόδιο, ώστε να διαπιστώσει αν οι νευρώνες αναγεννώνται ύστερα από κάκωση. Επιπλέον, σχεδιάζει να μελετήσει τις καρδιακές μυϊκές ίνες και τα ινσουλινοπαραγωγά Β κύτταρα του παγκρέατος, καθώς η αναγεννητική ικανότητα των δύο αυτών τύπων κυττάρων αποτελεί πεδίο διαφωνιών, ενώ παράλληλα τυγχάνει έντονου θεραπευτικού ενδιαφέροντος. Ο Frisén ελπίζει ότι και άλλοι ερευνητές ανά τον κόσμο θα εφαρμόσουν τη συγκεκριμένη τεχνική στα πλαίσια της μελέτης των «αγαπημένων» τους οργάνων.
Τα επίπεδα C14 της γενιάς τού μπέιμπι-μπουμ ―της γενιάς της μεταπολεμικής έκρηξης των γεννήσεων, στην οποία περιλαμβάνονται οι ηλικιακές ομάδες με ημερομηνία γέννησης από το 1946 έως το 1964― άρχισαν να μειώνονται ραγδαία μετά το 1965, ενώ εξακολουθούν να ελαττώνονται κατά 50% κάθε 11 χρόνια. Από το 1990 και μετά, σύμφωνα με τον Buchholz, το σήμα που δίνουν τα ανθρώπινα κύτταρα είναι ασθενικό. Οι επιστήμονες μπορούν να χρησιμοποιούν την τεχνική αυτή επ’ αόριστον κατά τη χρονολόγηση αποθηκευμένων δειγμάτων ιστού της περιόδου εκείνης, τονίζει ο Frisén.
Επιπλέον, ο Buchholz εφαρμόζει τη μέθοδο στην ιατροδικαστική. Δοθέντος του «τεράστιου τμήματος του πληθυσμού» που γεννήθηκε κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λέει ο Buchholz ―παιδί της γενιάς τού μπέιμπι-μπουμ και ο ίδιος―, «η τεχνική θα μου φανεί σίγουρα πολύ χρήσιμη για το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας μου».
|
|
|
|
|