Μάρτιος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Ο νικητής τα παίρνει όλα
Οι οικονομολόγοι τα χαρακτηρίζουν ως «εκ των προτέρων επιβράβευση». Ο λόγος περί των τεχνολογικών βραβείων, τα οποία δρουν ως κίνητρο για καινοτομική δημιουργία, παρακινώντας τους τολμηρούς επιχειρηματίες σε δημιουργίες που ξεπερνούν την τρέχουσα τεχνολογία, με αντάλλαγμα παχυλά χρηματικά έπαθλα. Έως τώρα ευθύνονται για πλήθος βημάτων προόδου, όπως ρολόγια ακριβείας, απαραβίαστες κλειδαριές και ιδιωτικές υποτροχιακές πτήσεις αναψυχής. Στα βραβεία που σήμερα αναμένουν το νικητή ανήκει και εκείνο του επιστημονικού ιδρύματος Craig Venter, το οποίο ίσως αποφέρει μέχρι και 10 εκατομμύρια δολάρια σε όποιον καταφέρει να αναπτύξει μια μέθοδο για τον αυτοματοποιημένο προσδιορισμό μιας πλήρους αλληλουχίας του ανθρώπινου γονιδιώματος με κόστος 1.000 δολάρια, αλλά και της NASA, η οποία προσφέρει 250.000 δολάρια για ένα μηχανισμό εξαγωγής οξυγόνου από το έδαφος της Σελήνης. Τελικά όμως, μήπως η επιστημονική έρευνα έχει μεταβληθεί σε προϊόν που παράγεται κατά παραγγελία;

«Η έρευνα και ανάπτυξη συνοδεύεται και από το αντίστοιχο κόστος», δηλώνει ο Ian Murphy, διευθυντής δημόσιων σχέσεων του Ιδρύματος X Prize, το οποίο βράβευσε την πρώτη ιδιωτική επανδρωμένη υποτροχιακή πτήση. «Αυτό που στην ουσία επιτυγχάνεται με τα βραβεία είναι η δημιουργία μιας αίσθησης ανταγωνισμού, η οποία επιτρέπει σε κάποιους να “κινήσουν” τα λεφτά τους. Το βραβείο Ansari X Prize ανερχόταν στα 10 εκατομμύρια δολάρια, ωστόσο συνολικά, από τους συμμετέχοντες στις έρευνες, ξοδεύτηκαν περισσότερα από 60 εκατομμύρια. Το ωραίο δε είναι ότι, μετά το πέρας του διαγωνισμού, καλείσαι να πληρώσεις μόνο το νικητή».

Ωστόσο, τίποτα δεν είναι εντελώς δωρεάν, σύμφωνα με τον Douglas Holtz-Eakin, διευθυντή του Γραφείο του Κογκρέσου για τον Προϋπολογισμό. «Οι διαγωνισμοί με θεσμοθετημένα βραβεία δεν αλλάζουν τους υποκείμενους παράγοντες που καθορίζουν τους κινδύνους και τις ανταμοιβές», επισήμανε κατά την παρουσία του ενώπιον της υποεπιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων το 2004 για το Διάστημα και την αεροναυπηγική. «Οι δημιουργοί καινοτομιών και οι ερευνητές θα πρέπει να πληρώνονται για οτιδήποτε κάνουν, ενώ τα βραβεία που ορίζονται ως δέλεαρ θα πρέπει να είναι πολύ υψηλά, εφόσον οι ζητούμενοι αντικειμενικοί στόχοι περιλαμβάνουν κινδύνους και μεγάλες δαπάνες».

Από την πλευρά των επιχειρηματιών, εξίσου σημαντικό με το ύψος του βραβείου είναι και ο τρόπος καταβολής του. Ένα από τα μειονεκτήματα πολλών τεχνολογικών βραβείων ―όπως, λόγου χάρη, το «Grand Challenge» που αθλοθέτησε η Υπηρεσία Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων για την Αμυνα (DARPA) αποσκοπώντας στην ανάπτυξη ενός ρομποτικού οχήματος εδάφους [βλ. Wayt Gibbs, «Μια νέα γενιά ρομπότ», Scientific American - Ελληνική Έκδοση, Ιούνιος 2004]― είναι ότι συχνά δεν υιοθετούν τη διαβαθμισμένη χορήγηση επάθλων, προκρίνοντας αντίθετα τη γενναιόδωρη επιβράβευση ενός και μόνο νικητή. Ως τέτοιο παράδειγμα, από το απώτερο παρελθόν, αναφέρεται το ύψους 25.000 δολαρίων βραβείο Orteig για την πτήση Νέα Υόρκη-Παρίσι, το οποίο κέρδισε ο Charles Lindbergh το 1927. Το έπαθλο διεκδίκησαν εννέα υποψήφιοι, επτά από τους οποίους ξόδεψαν σε αυτή την προσπάθειά τους περισσότερα χρήματα από το ίδιο το βραβείο, οπότε όταν έχασαν, στην ουσία έχασαν πολύ περισσότερα από ένα απλό βραβείο.

Ακόμη όμως και οι άνθρωποι του Ιδρύματος X Prize κατανοούν τα μειονεκτήματα των διαγωνισμών τού τύπου «ο νικητής τα παίρνει όλα». «Προς το τέλος σκεφτόμασταν, “μακάρι να υπήρχε και δεύτερο και τρίτο βραβείο”», συμφωνεί και ο Murphy. Σε επακόλουθη μελέτη για τις Προκλήσεις της Εκατονταετηρίδας, όπως προσδιορίστηκαν από τη NASA, το Ίδρυμα καθόρισε ότι μια διαβαθμισμένη επιβράβευση ―με χρηματικά έπαθλα των 150, 75 και 50 εκατομμυρίων δολαρίων― θα αποτελούσε το σωστό κίνητρο για την ανάπτυξη ενός νέου επανδρωμένου διαστημικού τροχιακού οχήματος. «Το γεγονός αυτό θα ανάγκαζε τις εταιρείες που βρίσκονται πολύ, μα πραγματικά πολύ κοντά στο στόχο να συνεχίσουν το έργο τους, επιμένοντας και στην αναζήτηση χρηματοδοτών», εξηγεί ο Murphy. «Με αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνεις παράλληλα και πολλές διαφορετικές εταιρείες να παραμείνουν στην αγορά, μειώνοντας έτσι το κόστος του διαγωνισμού. Εκεί είναι όλη η ουσία».