Μάρτιος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Τροφή για σκέψη
Για το πρώτο 1 εκατομμύριο χρόνια της ύπαρξής τους, τα πρώτα μέλη του γένους Homo, στο οποίο ανήκουμε και εμείς, μοιράζονταν τις ανοικτές πεδιάδες της Αφρικής με μια άλλη ομάδα ανθρωπιδών, τους εύρωστους αυστραλοπιθήκους. Μολονότι οι δύο ομάδες ήταν συγγενικές ―και οι δύο ήταν άμεσοι απόγονοι του είδους τής Λούσι, του Australopithecus afarensis―, διέφεραν σημαντικά η μία από την άλλη. Κάποιες από τις πιο αξιοσημείωτες διαφορές είναι ότι, σε αντίθεση με τους Homo, οι εύρωστοι αυστραλοπίθηκοι διέθεταν γιγαντιαίους γομφίους και δόντια που περιβάλλονταν από μια παχιά στρώση αδαμαντίνης, ενώ στην κορυφή του κρανίου τους υπήρχε μια οστέινη ακρολοφία όπου στηρίζονταν πελώριοι μασητήριοι μύες. Οι παλαιοανθρωπολόγοι πίστευαν εδώ και καιρό ότι οι εύρωστοι αυστραλοπίθηκοι χρησιμοποιούσαν τον περίτεχνο αυτό «κρανιακό εξοπλισμό» για να «επεξεργάζονται» φυτικές τροφές. Από τα αποτελέσματα όμως μιας νέας μελέτης δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.

Δύο στενά συγγενικά είδη δεν ζουν συνήθως κοντά το ένα στο άλλο, εκτός και αν αξιοποιούν τους διαθέσιμους πόρους με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Για να εξηγήσουν τη μακρόχρονη συνύπαρξη των πρώιμων Homo με τους εύρωστους αυστραλοπιθήκους ―ειδικότερα σε μια «δύσκολη» περίοδο κατά την οποία τα πλούσια σε τροφή δάση αντικαθίσταντο από λιβάδια λόγω της εντεινόμενης ξηρασίας― οι ειδικοί κατέληξαν σε μια αρκετά λογική υπόθεση. Σύμφωνα με αυτήν, οι Homo χρησιμοποιούσαν τον μεγάλο εγκέφαλό τους και τις ικανότητες κατασκευής εργαλείων που διέθεταν για να ακολουθούν μια δίαιτα πλούσια σε κρέας, ενώ οι εύρωστοι αυστραλοπίθηκοι ήταν φυτοφάγοι, με τη μασητική συσκευή τους να αποτελεί το ανατομικό ισοδύναμο ενός μπλέντερ με το οποίο πολτοποιούσαν ξηρούς καρπούς, φρούτα, σπόρους ή βολβούς.

Τα τελευταία χρόνια όμως, τα διάφορα σενάρια περί φυτοφαγίας δέχονται δριμεία κριτική, κυρίως λόγω των ευρημάτων που έχουν προκύψει από μελέτες με ισότοπα άνθρακα. Τα συγκεκριμένα ισότοπα προσλαμβάνονται από ένα ζώο με την τροφή και με τον καιρό ενσωματώνονται στους ιστούς του σώματός του. Στην περίπτωση των εύρωστων αυστραλοπιθήκων, ο λόγος άνθρακα-12 προς άνθρακα-13 στα δόντια τους είναι υψηλότερος απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για ζώα τα οποία τρέφονται κυρίως με φρούτα και ξηρούς καρπούς, αλλά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο οργανισμών που ζουν καταναλώνοντας σπόρους. Αυτή η ασυμφωνία έκανε τους ειδικούς να αναρωτιούνται μήπως τελικά οι εύρωστοι αυστραλοπίθηκοι ήταν παμφάγοι. Και πάλι όμως υπήρχε ένα πρόβλημα: η ανατομία τους δεν ήταν κατάλληλη για κάτι τέτοιο.

Στην ετήσια συνάντηση της Εταιρείας Παλαιοντολογίας Σπονδυλοζώων που πραγματοποιήθηκε στο τέλος τού 2005 στη Μέσα της Αριζόνας, ο Alan B. Shabel, τελειόφοιτος του Πανεπιστημίου τού Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια, έδωσε μια πιθανή λύση στον παραπάνω γρίφο. Πρότεινε ότι η κατασκευή των εύρωστων αυστραλοπιθήκων δεν εξυπηρετούσε την κατανάλωση σκληρών φυτικών υλών, αλλά ασπόνδυλων με ισχυρό κέλυφος. Ο Shabel παρατήρησε ότι παρόλο που η ανατολική και νότια Αφρική, όπου εντοπίζεται και η πλειονότητα των απολιθωμένων ανθρωπιδών της ηπείρου, «αποξηραινόταν» την εποχή των πρώιμων Homo και των εύρωστων αυστραλοπιθήκων, στις περιοχές αυτές υπήρχαν ―και εξακολουθούν να υπάρχουν― πολλοί υγρότοποι. Και κατά αναλογία με τους σύγχρονους υγροτόπους, στις λίμνες, τα ποτάμια και τους βάλτους της εποχής θα πρέπει να αφθονούσαν διάφορα είδη καβουριών και μαλακίων, όπως για παράδειγμα τα γιγαντιαία χερσαία σαλιγκάρια.

Μελετώντας τα σύγχρονα ζώα της Αφρικής που καταναλώνουν τέτοιου είδους λεία ―την αφρικανική άνυχο ενυδρίδα και τη μανγκούστα των ελών―, ο Shabel βρήκε ότι διαθέτουν το σύνολο των χαρακτηριστικών του κρανίου των εύρωστων αυστραλοπιθήκων. Τα συγκεκριμένα ζώα χρησιμοποιούν την ισχυρή μασητική συσκευή τους για να «τραγανίζουν» κελύφη. Αν, όπως φαίνεται από τις παρούσες ενδείξεις, οι εύρωστοι αυστραλοπίθηκοι ζούσαν σε υγροτόπους, ίσως και αυτοί να είχαν εξελιχτεί ώστε να τρέφονται με «θωρακισμένα» ασπόνδυλα.

Για να ελέγξει την υπόθεση αυτή, ο Shabel πραγματοποίησε ανάλυση ισοτόπων άνθρακα στις ενυδρίδες, τις μανγκούστα και τη λεία τους. Οι «χημικές υπογραφές» τους ήταν συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες των εύρωστων αυστραλοπιθήκων. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αποτελέσματα αυτά κάνουν τη θεωρία του σχετικά με το πλούσιο σε οστρακόδερμα γεύμα των εύρωστων αυστραλοπιθήκων τη μόνη συνεπή με όλα τα διαθέσιμα δεδομένα.

Ομολογουμένως, οι εύρωστοι αυστραλοπίθηκοι πρέπει να περιλάμβαναν περιστασιακά στο διαιτολόγιό τους ένα «κοκτέιλ οστρακοδέρμων», εικάζει ο παλαιοανθρωπολόγος Donald C. Johanson, του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνας. Αμφισβητεί όμως το γεγονός ότι ήταν εξειδικευμένοι σε αυτό: «Δείχνει πιο πιθανό να συντηρούνταν κυρίως με μια χαμηλής ποιότητας φυτοφαγική δίαιτα, για την οποία ήταν απαραίτητη μια κατάλληλη μασητική συσκευή».

Ο Shabel, εν τω μεταξύ, διεξάγει μια πιο εκτενή ανάλυση ισοτόπων, η οποία θα περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 δείγματα οστών, μαλλιών και αδαμαντίνης από όλα τα μικρού και μεσαίου μεγέθους σαρκοφάγα της νότιας Αφρικής. Η μελέτη αυτή θα αποκαλύψει αν οι χημικές υπογραφές στους ιστούς των οργανισμών που καταναλώνουν οστρακόδερμα είναι πράγματι μοναδικές. Χωρίς αμφιβολία, τα αποτελέσματά του θα δώσουν «τροφή για σκέψη» στους παλαιοανθρωπολόγους.