Μάϊος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Η επιβίωση του πιο μικρού!
Ο κάθε επαγγελματίας ή ερασιτέχνης ψαράς γνωρίζει ότι τα μικρόσωμα αλιεύματά του δεν αξίζουν ―οπότε, «τα ψιλά επιστρέφονται». Το σκεπτικό, φυσικά, είναι ότι έτσι δίνουν χρόνο στα μικρά ψάρια να ωριμάσουν και να αναπαραχθούν. Στην πραγματικότητα όμως, τούτη η στρατηγική μπορεί να βλάπτει τα ιχθυοαποθέματα.

Από πειράματα σε ψάρια υπό συνθήκες αιχμαλωσίας ―πειράματα τα οποία ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί―, αποκαλύπτεται ότι η συγκομιδή των πιο μεγαλόσωμων μόνο ατόμων είναι δυνατόν να εξαναγκάζει ένα είδος εξελικτικά να αναπτύσσει μη επιθυμητά χαρακτηριστικά, εξαιτίας των οποίων μειώνεται η ικανότητα ενός υπεραλιευμένου ιχθυοαποθέματος να συνέλθει ανακτώντας ισορροπία, παρατηρεί ο David O. Conover, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για τις Θαλάσσιες Επιστήμες στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Στόουνι Μπρουκ. Από τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα τέτοιων πειραμάτων εξηγείται η αιτία για την οποία πολλά από τα πιο εξαντλημένα ιχθυοαποθέματα του πλανήτη δεν ανακάμπτουν σύμφωνα με τους προβλεπόμενους ρυθμούς.

Οι γενετικές επιδράσεις της συγκομιδής βάσει μεγέθους διαπιστώθηκαν στις αθερίνες του Ατλαντικού (Menidia menidia), είδος το οποίο εκτός από το μικρό του μέγεθος χαρακτηρίζεται συνήθως και από γρήγορους ρυθμούς αύξησης. Το 1998, ο Conover έφερε στο εργαστήριό του μια ποσότητα από άγριες αθερίνες· ο ίδιος μαζί με τους φοιτητές του τις εξέθρεψαν επί 5 γενιές, κάθε φορά απομακρύνοντας από τη μια ομάδα το 90% των πιο μεγαλόσωμων ατόμων, από μια δεύτερη ομάδα το 90% των πιο μικρόσωμων, και ένα τυχαίο (ανεξαρτήτως μεγέθους) 90% των ατόμων από μια τρίτη ομάδα.

Μέχρι το 2002 διαπιστώθηκε ξεκάθαρα ότι η εξολόθρευση των πιο μεγαλόσωμων ψαριών είχε δραματικές συνέπειες. Ειδικότερα, τα άτομα που αναπτύσσονταν στην ομάδα απομάκρυνσης των πιο μεγαλόσωμων ψαριών (πρώτη ομάδα) εμφάνιζαν το 70% περίπου του μέσου βάρους τής ομάδας στην οποία εφαρμοζόταν η τυχαία από άποψη μεγέθους απομάκρυνση (τρίτη ομάδα)· μάλιστα, εμφάνιζαν το 55% του μέσου βάρους τής ομάδας στην οποία αφήνονταν να επιβιώσουν τα μεγαλόσωμα άτομα (δεύτερη ομάδα). Επειδή δε τα συγκρινόμενα ψάρια ήταν της αυτής ηλικίας, οι επιστήμονες απέδωσαν τη συρρίκνωση στην επιλογή γονιδίων τα οποία ευθύνονταν για τους βραδύτερους ρυθμούς αύξησης.

Μεγαλύτερη ανησυχία, ωστόσο, προκαλεί το γεγονός ότι η βραδύτερη αύξηση συνοδευόταν από ολόκληρο σύνολο ανεπαρκειών. Από λεπτομερή εξέταση ψαριών πέμπτης και έκτης γενιάς ―την οποία πραγματοποίησε ο Matthew R. Walsh, υποψήφιος διδάκτορας σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ρίβερσαϊντ (UCR)― αποκαλύφθηκε ότι μέλη της ομάδας από την οποία απομακρύνονταν τα μεγαλόσωμα ψάρια δεν εκδήλωναν ιδιαίτερο ζήλο να αναζητούν τροφή ή να ξεφεύγουν από τους θηρευτές τους. Επίσης, κατά την ωοτοκία τους προέκυπταν λιγότερα και μικρότερου μεγέθους αβγά, από τα οποία μάλιστα μικρότερο ποσοστό αναπτύσσονταν σε υγιείς απογόνους.

Τα εν λόγω αποτελέσματα δεν είναι και τόσο απρόσμενα, παρατηρεί ο Walsh. Από ιστορικά αρχεία επιβεβαιώνεται ότι στο παρελθόν ο βακαλάος, καθώς και άλλα δημοφιλή ως τροφή είδη ψαριών, είχαν μεγαλύτερο μέγεθος, ενώ «σε όλους μας είναι γνωστό ότι η αναπαραγωγική ικανότητα σε πολλά είδη ψαριών αυξάνει ανάλογα με το σωματικό μέγεθος» προσθέτει ο ίδιος.

Σήμερα, παρόλα αυτά, είναι πλέον δυσκολότερο για τους βιολόγους και τους ειδικούς διαχείρισης αλιευμάτων να παραβλέπουν την εξέλιξη που επιφέρει η ανθρώπινη δραστηριότητα. «Η εργασία αυτή αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση του πώς η εξέλιξη είναι δυνατόν να λειτουργεί αρνητικά για τη μακρόχρονη αρμοστικότητα ενός πληθυσμού, και κατ’ επέκταση για τα συμφέροντα του σύγχρονου ανθρώπου» διαπιστώνει ο David N. Reznick, ιχθυοβιολόγος στο UCR.

Προς το παρόν δεν είναι καν βέβαιο το κατά πόσον τα πιο αδύναμα ψάρια θα κατορθώνουν να φτάνουν στο τραπέζι μας, παραδέχεται ο Conover. Το να επιστρέφονται όμως, μαζί με τα μικρόσωμα αλιευμένα ψάρια, και κάποια μεγαλόσωμα άτομα, πιθανόν να συνιστά έξυπνη στρατηγική. Εν τω μεταξύ, η ομάδα τού Conover έχει διακόψει τα πειράματα επιλεκτικής αφαίρεσης ψαριών βάσει μεγέθους, και αναμένει να δει κατά πόσον οι επακόλουθες γενιές πρόκειται να αναλάβουν, αλλά και σε πόσο διάστημα θα είναι εφικτό κάτι τέτοιο.