Μάϊος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Ήρθαν τα λεφτά!
Αν υπάρχει ένα πολιτικό ζήτημα που χρήζει αυστηρής επιστημονικής ανάλυσης, αυτό είναι η μετανάστευση. Στη μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ θεωρείται γενικά ότι επικρατεί το απόλυτο χάος· το χωνευτήρι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη, παράγει πληθώρα από ορμητικές μεταναστευτικές ορδές· σε ολόκληρο δε τον κόσμο, τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα και γεγονότα αποκλείονται από τις σχετικές συζητήσεις. Για παράδειγμα, μία από τις όψεις του φαινομένου της μετανάστευσης με τη μεγαλύτερη και γενικότερη επίδραση συχνά αγνοείται πλήρως. Πρόκειται για τα εμβάσματα, τα χρήματα και τα δώρα που οι μετανάστες στέλνουν πίσω στα συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα. Διάφορες μελέτες έχουν καταγράψει με ποιον τρόπο οι ευεργετούμενοι διαχειρίζονται ό,τι απλόχερα τους προσφέρουν οι ξενιτεμένοι συγγενείς τους, όμως οι ευρύτερες συνέπειες της τακτικής αυτής δεν έχουν ακόμα κατανοηθεί πλήρως. «Κανείς δεν έχει μελετήσει σοβαρά το όλο θέμα» δηλώνει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Jorge Durand, του Πανεπιστημίου της Γκουανταλαχάρας στο Μεξικό.

Ωστόσο, η κατάσταση αρχίζει επιτέλους να αλλάζει. Τον περασμένο Δεκέμβριο, τα εμβάσματα απετέλεσαν το θέμα ενός ειδικού συνεδρίου που διοργανώθηκε στην Πόλη του Μεξικού από το Εθνικό Συμβούλιο Πληθυσμού της συγκεκριμένης χώρας, ενώ η σημασία τους τονίζεται και από την Παγκόσμια Τράπεζα στην κορυφαία ετήσια έκθεσή της Global Economic Prospects για το 2006. Αλλά και οι πολιτικοί αναθάρρησαν επί του θέματος. Ο μεξικανός πρόεδρος Vicente Fox αποκάλεσε τους απόδημους συμπολίτες του ―που ανέρχονται στο 10% του συνολικού πληθυσμού― «ήρωες» για τη γενναιοδωρία τους.

Ο λόγος που το όλο θέμα προσελκύει τέτοια προσοχή είναι απλός. Παρότι ο μέσος μετανάστης στέλνει πίσω στο σπίτι του μόλις 200 δολάρια περίπου το μήνα, το ποσό αυτό στη χώρα του είναι αξιοσέβαστο. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι με τον συγκεκριμένο τρόπο οι αναπτυσσόμενες χώρες έλαβαν πέρυσι 167 δισεκατομμύρια δολάρια ―που αντιστοιχούν στο διπλάσιο του ποσού που πήραν ως εξωτερική βοήθεια. Μάλιστα, το ποσό που έλαβε το Μεξικό πενταπλασιάστηκε μέσα σε μία δεκαετία, φτάνοντας τα 18 δισεκατομμύρια δολάρια. Έτσι, αυτή τη στιγμή ο δεύτερος μεγαλύτερος τομέας εξαγωγών της χώρας, μετά το πετρέλαιο, είναι το εργατικό δυναμικό. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζουν την εισροή χρήματος που γίνεται μόνο μέσα από επίσημα κανάλια.

Το να «βρέχει δολάρια» από το εξωτερικό, μοιάζει φυσικά, σαν ευλογία για τη χώρα. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980, οι κοινωνικοί επιστήμονες κόλλησαν στα εμβάσματα τη ρετσινιά του «εύκολου χρήματος», ισχυριζόμενοι ότι και αυτά, όπως και η απροσδόκητη ανεύρεση πετρελαίου, μπορούν να διαβρώσουν την οικονομία μιας χώρας. Περιπτωσιολογικές μελέτες έδειξαν ότι οι αποδέκτες επενδύουν μικρό μόνο μέρος των εν λόγω χρημάτων σε γεωργικοκτηνοτροφικό εξοπλισμό ή νέες επιχειρήσεις, προτιμώντας καλύτερα να τα ξοδεύουν σε ψώνια. Ο κόσμος άρχισε να αποκτά εξάρτηση από τα «λεφτά του θείου από το εξωτερικό», ενώ όλα αυτά τα χρήματα που ξοδεύονται ασυλλόγιστα οδηγούν σε αύξηση του πληθωρισμού. Από την άλλη, όσοι δεν είχαν την τύχη να διαθέτουν συγγενείς στο εξωτερικό περνούν σε μειονεκτικότερη θέση, η κοινωνική ανισότητα μεγαλώνει, ενώ το κόστος των εξαγωγικών επιχειρήσεων αυξάνει, μειώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητά τους στην παγκόσμια αγορά.

Τη δεκαετία του 1990, όμως, ο Durand και άλλοι συνάδελφοί του ισχυρίστηκαν ότι οι περιπτωσιολογικές μελέτες δεν αποκαλύπτουν την πλήρη επίδραση των εμβασμάτων καθώς αυτά διαχέονται στην εκάστοτε οικονομία. Διότι, ακόμα και αν οι ίδιες οι οικογένειες δεν επενδύουν τα χρήματα που τους στέλνονται, το κάνουν οι επιχειρήσεις από τις οποίες ψωνίζουν, οπότε τα εμβάσματα μπορούν να πυροδοτήσουν την οικονομική μεγέθυνση. Σε ένα ευρέως μνημονευόμενο μοντέλο, έμβασμα ύψους 1 δολαρίου καταλήγει σε αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (GDP) κατά 3 δολάρια. Η εισροή χρημάτων αποδεικνύεται σωτήρια για περιοχές όπου οι επιχειρηματίες δεν έχουν καμία άλλη πρόσβαση σε κεφάλαια. Σε σύγκριση με άλλους τρόπους ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης ―όπως, για παράδειγμα, τα κυβερνητικά προγράμματα ή η εξωτερική βοήθεια―, τα εμβάσματα καλύπτουν επιτυχέστερα τις ανάγκες κάθε οικογένειας, ενώ έχουν και μεγαλύτερη πιθανότητα να καταλήξουν τελικά στα χέρια των φτωχών.

Σήμερα, η διαμάχη γύρω από το όλο θέμα έχει καταλαγιάσει με την υιοθέτηση της στάσης ότι «και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο». Πράγματι, μερικές κωμοπόλεις κατακτούν την ευημερία τους με τη βοήθεια των εμβασμάτων, ενώ άλλες παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης. Πλήθος διακρατικών αναλύσεων, όπως η περυσινή του οικονομολόγου Nikola Spatafora και των συναδέλφων του στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα κράτη που κατακλύζονται από εμβάσματα παρουσιάζουν χαμηλότερο ποσοστό φτώχιας ―οριακά όμως. Μεγαλύτερη δε είναι η επίδρασή τους στην εξομάλυνση των κυκλικών κυμάνσεων της οικονομίας, διότι οι μετανάστες αυξάνουν το ύψος των εισφορών τους σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και τις αποκλιμακώνουν σε περιόδους άνθησης. Συνεπώς, η αποτροπή των ακραίων τάσεων της οικονομικής ανόδου και πτώσης μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη μακροπρόθεσμης οικονομικής μεγέθυνσης.

Ένα φλέγον ζήτημα είναι κατά πόσο οι μετανάστες που ριζώνουν τελικά στις χώρες οι οποίες τους φιλοξενούν αποστέλλουν λιγότερα χρήματα. «Μερικοί διατείνονται μάλιστα ότι τα εμβάσματα προς το Μεξικό ίσως σταματήσουν έπειτα από μία δεκαετία» δηλώνει ο οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Dilip Ratha. Στο μεταξύ, ο οργανισμός αυτός αλλά και πολλοί άλλοι ανά τον κόσμο συγκεντρώνουν και επεξεργάζονται τα σχετικά δεδομένα. Οπότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι σύντομα θα διαθέτουμε αδιαμφισβήτητα στοιχεία που θα διαφωτίζουν όλες τις πλευρές του θέματος.