Ιούνιος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Βοηθά η προσευχή;
Επιχειρώντας να εκτιμήσουν την επίδραση που η προσευχή ενός τρίτου προσώπου έχει στην έκβαση μιας ασθένειας, οι ερευνητές δεν κατάφεραν να βρουν ενδείξεις θεϊκής παρέμβασης. Εντούτοις, εντόπισαν πιθανές αποδείξεις σχετικά με την ισχύ της αρνητικής σκέψης.

Η διάρκειας 3 ετών Μελέτη των Θεραπευτικών Επιδράσεων της Μεσολαβητικής Προσευχής (STEP), η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο American Heart Journal, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απόπειρα που επιχειρήθηκε ποτέ για την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων προκειμένου να αποτιμηθεί η επίδραση της προσευχής ενός τρίτου προσώπου στην υγεία του ασθενούς. Η μεσολαβητική προσευχή (intercessory prayer) θεωρείται από πολλούς ανθρώπους ότι μπορεί να επηρεάσει την ανάρρωση ενός ασθενούς· ωστόσο, οι ισχυρισμοί για πιθανά πλεονεκτήματά της δεν υποστηρίζονται από αξιόλογες κλινικές δοκιμές. Μελέτες που διεξήχθησαν παλιότερα δεν κατάφεραν να εξακριβώσουν κατά πόσο η ίδια η προσευχή ή η επίγνωση του ασθενούς ότι κάποιοι προσεύχονται γι’ αυτόν μπορεί να επηρεάζει το αποτέλεσμα. Στη μελέτη STEP εξετάστηκαν 1.800 ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης στην καρδιά. Την παραμονή των επεμβάσεων, ομάδες μοναχών ξεκίνησαν να προσεύχονται για ένα σύνολο ασθενών επί δύο εβδομάδες. Σε κάθε αποδέκτη αναλογούσαν οι προσευχές εβδομήντα ατόμων, κανένας από τους οποίους δεν γνώριζε προσωπικά τον ασθενή. Η μελέτη δεν αποκάλυψε διαφορές στα ποσοστά επιβίωσης ή επιπλοκών σε σχέση με όσους δεν ακολούθησαν «αγωγή προσευχής». Το μόνο στατιστικά σημαντικό στοιχείο αφορούσε μια υποομάδα ασθενών που γνώριζαν ότι κάποιοι προσεύχονται γι’ αυτούς. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς αυτοί παρουσίασαν μετεγχειρητικές καρδιακές αρρυθμίες σε συγκριτικά υψηλότερο ποσοστό (59% έναντι 52% των ασθενών που δεν γνώριζαν για τις προσευχές).

Οι ερευνητές ―ένας ψυχολόγος, άνθρωποι του κλήρου και γιατροί από έξι ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων της Ιατρικής Σχολής τού Harvard και της Κλινικής Mayo― υπέθεσαν ότι υπαίτιος ίσως είναι το νευρικό σύστημα. «Γνωρίζουμε ότι υψηλά επίπεδα αδρεναλίνης λόγω αγχώδους απόκρισης μπορεί να επιδεινώσουν τυχόν περιστατικά ινιδισμού», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου ο Charles Bethea, γιατρός στο Καρδιολογικό Νοσοκομείο των Βαπτιστών Integris, στην Οκλαχόμα Σίτι. «Ο ασθενής ίσως σκεφτεί “είμαι σε τόσο άσχημη κατάσταση λοιπόν, ώστε αναγκάζονται να καταφύγουν στη λύση της ομαδικής προσευχής;”». Ο Dean Mareck, αρχιερέας στην Κλινική Mayo, διαπίστωσε ότι ίσως ο σχεδιασμός της μελέτης υπήρξε ελαττωματικός: «Απουσίαζε η αίσθηση της κοινότητας. Θα το χαρακτήριζα μάλλον ως απρόσωπη προσευχή παρά ως μεσολαβητική προσευχή».

Αποφεύγοντας να ισχυριστούν ότι η θεραπευτική δύναμη της προσευχής από φιλικά και οικογενειακά πρόσωπα έγκειται μάλλον στους προσωπικούς δεσμούς παρά στην ίδια την προσευχή, οι συγγραφείς της έρευνας δήλωσαν ότι δεν έχουν σχέδια για προοπτική έρευνα. Η συγκεκριμένη πάντως, επιδοτούμενη από το Ίδρυμα John Templeton, κόστισε 2,4 εκατομμύρια δολάρια.