|
|
|
Ποιος να το φανταζόταν
|
|
|
|
Αναδρομή στο παρελθόν: Κάποιος μεσήλικας εισέρχεται σε ένα άνετο επιπλωμένο δωμάτιο, κάθεται στον καναπέ και παίρνει ένα χάπι. Αμέσως μετά, οι ιατροί-σύμβουλοι που τον παρακολουθούν τού τοποθετούν μια μάσκα στα μάτια και ακουστικά στα αφτιά, και τον προτρέπουν να χαλαρώσει. Ακούει κλασική μουσική που ηρεμεί, και για τις επόμενες οκτώ ώρες το αυτοαποκαλούμενο «θρησκευόμενο» άτομο της μελέτης ξεκινά ένα εσωτερικό «ταξίδι» χάρη στο φάρμακο: πρόκειται για την ψιλοκυβίνη, το ενεργό συστατικό των «μαγικών» (ψυχεδελικών μανιταριών).
Τριάντα έξι από αυτούς τους σύγχρονους «ψυχοναύτες» συμμετείχαν στην έρευνα, η οποία σχεδιάστηκε με σκοπό να διερευνηθούν τα φαρμακολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα της ψιλοκυβίνης σε σύγκριση με μια ενεργή ουσία ελέγχου ―τη μεθυλφαινιδάτη, κοινώς γνωστή ως Ritalin. Από τη διπλά τυφλή μελέτη αποκαλύφθηκε ότι η χρήση ψιλοκυβίνης προκάλεσε, σύμφωνα με τις περιγραφές των εθελοντών, μια μυστικιστική εμπειρία στους 22 εξ αυτών, ενώ 24 την κατέταξαν μεταξύ των σημαντικότερων εμπειριών της ζωής τους, συγκρίνοντάς τη με τη γέννηση του πρώτου παιδιού ή το θάνατο γονέα. Στις μελέτες παρακολούθησης οι εθελοντές «συνεχίζουν να αναφέρουν θετικές αλλαγές στη διάθεση και τη συμπεριφορά τους», αναφέρει ο επί κεφαλής της μελέτης Roland Griffiths, του Πανεπιστημίου John Hopkins. «Μάλιστα, η εμπειρία συνεχίζει να είναι γι’ αυτούς σημαντική σε προσωπικό και πνευματικό επίπεδο.»
Η εργασία τού Griffiths αντιπροσωπεύει μέρος μιας γενικότρης αναθέρμανσης στη διερεύνηση των ψυχολογικών και φυσιολογικών επιδράσεων τις οποίες επιφέρουν τα ψυχεδελικά φάρμακα που μιμούνται το νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη. Ο Charles Grob, του Ιατρικού Κέντρου Harbor στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLA), έχει εξετάσει την επίδραση της ψιλοκυβίνης στην καταστολή του άγχους σε ασθενείς με καρκίνο στο τελευταίο στάδιο. Ο Francisco Moreno, του Πανεπιστημίου τής Αριζόνα, έχει μελετήσει τη δυνατότητά της να ανακουφίζει τα συμπτώματα της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής. Επιπρόσθετα, με βάση μελέτες στις οποίες χορηγούνται άλλα παραισθησιογόνα ―όπως το MDMA, γνωστό ως «έκσταση»― έχει ξεκινήσει η διερεύνηση του πιθανού οφέλους από αυτά.
Η επανέναρξη αυτών των ερευνών ανάγεται στο 1990, όταν η αμερικανική Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) τερμάτισε ένα εικοσαετές μορατόριουμ αφού ενέκρινε συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα σχετικά με τις επιδράσεις που ασκεί στον άνθρωπο το DMT ―η διμεθυλοθρυπταμίνη, ένα βραχύβιο και ισχυρό παραισθησιογόνο γρήγορης δράσης, σύμφωνα με τον Rick Doblin, ιδρυτή της Διεπιστημονικής Ένωσης για τις Μελέτες των Ψυχεδελικών Φαρμάκων, ομάδας η οποία υπερασπίζεται τέτοιου είδους έρευνες. Η FDA ήταν πρόθυμη να τη χρηματοδοτήσει, επειδή, όπως το θέτει ο Grob, «είχε περάσει αρκετός καιρός από την περίοδο που επικρατούσε τόσο μεγάλος σάλος».
Φυσικά, αρκετές από τις πιο ανυπόληπτες έρευνες που προκάλεσαν εκείνη την αναστάτωση διεξήχθησαν στα πιο διάσημα ινστιτούτα. Ο Timothy Leary αναδείχθηκε σε πρόσωπο της επικαιρότητας σε εθνικό επίπεδο λόγω των πειραμάτων του για το διαιθυλαμίδιο του D-λυσεργικού οξέος, ή αλλιώς LSD, τα οποία διεξήγαγε ενόσω ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard. Κάποιοι, λοιπόν, φοβούνται ανάλογη επανάληψη: το «έκσταση» έγινε ευρέως δημοφιλές αφότου κάποιοι ψυχίατροι το χρησιμοποίησαν στην Καλιφόρνια και αλλού σε ένα δήθεν θεραπευτικό πλαίσιο.
Σε κάποιο βαθμό επομένως, η χρηματοδότηση τέτοιων ερευνών παραμένει πρόκληση. Ωστόσο, εύποροι ιδιώτες, όπως οι εκατομμυριούχοι της βιομηχανίας υπολογιστικής τεχνολογίας Robert Jesse και ο εκλιπών Robert Wallace, έχουν συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Αν και το Εθνικό Ίδρυμα Κατάχρησης Ουσιών (NIDA) των ΗΠΑ χρηματοδότησε τη μελέτη της ψιλοκυβίνης ως μέρος μιας επιχορήγησης για τη συγκριτική φαρμακολογία, το εν λόγω ίδρυμα αδιαφορεί για τις πιθανές θεραπευτικές χρήσεις αυτής. « Όλες οι κατηγορίες των απαγορευμένων φαρμάκων κατάχρησης μας ενδιαφέρουν ως αντικείμενα μελέτης», δηλώνει ο David Shurtleff, διευθυντής του τμήματος βασικής έρευνας για τις νευροεπιστήμες και τη συμπεριφορά στο NIDA. « Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας για να σκεφτούμε σοβαρά τη θεραπεία με τις εν λόγω χημικές ενώσεις. Απλώς υπάρχουν πάρα πολλά ερωτήματα για το πώς αυτές αλληλεπιδρούν με το άτομο.»
Όντας απαγορευμένες ουσίες, η ψιλοκυβίνη και τα ψυχεδελικά ισοδύναμά της θα μπορούσαν να δημιουργήσουν παρόμοιο κίνημα αντίστασης σχετικά με τις θεραπευτικές τους ενδείξεις, όπως παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια με τη μαριχουάνα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και παρατηρητές έξω από τη μικρή κοινότητα των ερευνητών στο πεδίο των παραισθησιογόνων ουσιών θεωρούν ότι μεταξύ των δύο υφίσταται κάποια ποιοτική διαφορά: «Πολλές από τις μελέτες σχετικά με τη μαριχουάνα ήταν εσφαλμένες όπως και οι μελέτες των ψυχεδελικών στο παρελθόν: ως μελέτες δεν ήταν υποδειγματικές και ελεγχόμενες», αναφέρει ο Herbert Kleber, ο οποίος διευθύνει το τμήμα για τις ουσίες κατάχρησης στο Πανεπιστήμιο Columbia. «Επικρατούσε η έντονη εντύπωση ότι πολλά από τα χρήματα και οι όποιες προσπάθειες στόχευαν στη νομιμοποίηση του φαρμάκου για ψυχαγωγική χρήση.»
Αποτελέσματα υποδειγματικών και ελεγχόμενων μελετών είναι ό,τι ακριβώς πασχίζουν να προσφέρουν οι ερευνητές των παραισθησιογόνων, εστιάζοντας βεβαίως στις επιδράσεις στον άνθρωπο. «Μπορεί τα ζώα να λαμβάνουν όλα τα φάρμακα τα οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν καταχρηστικά μέχρι εξάρτησης, αλλά δεν εγχέουν από μόνα τους ψιλοκυβίνη, LSD ή οποιοδήποτε άλλο από τα ψυχεδελικά», εξηγεί ο Charles Schuster, πρώην διευθυντής τού NIDA και καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Wayne (Ντιτρόιτ). «Συνιστά αποκλειστικά ανθρώπινο φαινόμενο». Από το γεγονός τούτο, οι έρευνες αυτού του τύπου καθίστανται άκρως επικίνδυνες: για το MDMA έχουν δειχτεί μερικές βλαπτικές επιδράσεις σε μελέτες με πειραματόζωα, η δε ψιλοκυβίνη μπορεί να πυροδοτήσει σχιζοφρένεια και άλλες ψυχικές διαταραχές σε άτομα με ευαισθησία. «Παρά την όλη προετοιμασία μας, το 30% των εθελοντών μας βίωσαν φρικτό τρόμο, και σε κάποιους αυτός συνοδευόταν από παράνοια», σημειώνει ο Griffiths. «Εύκολα κατανοεί κανείς πώς αυτό θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε επικίνδυνη συμπεριφορά.»
Ωστόσο, στο κατάλληλο πλαίσιο και με επαρκή επίβλεψη, τα ψυχεδελικά ―όπως η ψιλοκυβίνη― ίσως αποδειχθούν αποτελεσματικά για τη θεραπεία του υπαρξιακού άγχους σε ασθενείς στο καταληκτικό στάδιο της νόσου ή ακόμη και του εθισμού στα φάρμακα, με το να παρέχουν τον τύπο ψυχικής εμπειρίας στον οποίο στηρίζονται προγράμματα όπως οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί. Ήδη η ψιλοκυβίνη έχει επιδείξει κάποιο θεραπευτικό δυναμικό σε άλλους τομείς της υγείας: Ερευνητές του Νοσοκομείου McLean στο Μπέλμοντ της Μασαχουσέτης διαπίστωσαν ότι η χημική αυτή ένωση φάνηκε να σταματά τις αθροιστικές κεφαλαλγίες. Επίσης, το παραισθησιογόνο ηρεμιστικό κεταμίνη αποδείχθηκε ότι διαθέτει γρήγορη και αποτελεσματική αντικαταθλιπτική δράση σε ασθενείς που δεν είχαν αποκριθεί σε άλλα θεραπευτικά σχήματα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου για την Ψυχική Υγεία (NIMH) των ΗΠΑ.
Τα παραισθησιογόνα θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στη μελέτη των λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικότητας. «Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει καμία κατηγορία ψυχοδραστικών φαρμάκων που να μην έχει κάποια ιατρική χρησιμότητα, πλην των παραισθησιογόνων», υποστηρίζει ο David Nichols, του Πανεπιστημίου Purdue (Ιντιάνα), ιδρυτής του Ινστιτούτου Heffter, το οποίο επιδοτεί μερικές από τις μελέτες των ψυχεδελικών. «Ας τα χρησιμοποιήσουμε ως εργαλεία για να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά και την εγκεφαλική λειτουργία.»
|
|
|
|
|