Ιανουάριος 2007
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Ψήφο με την καρδιά
Οι πολίτες εξετάζουν με μεγάλη περίσκεψη τα υπέρ και τα κατά των επιχειρημάτων των υποψηφίων προτού επιλέξουν το πολιτικό κόμμα ή τον ηγέτη που θα κυβερνήσει ―ή αυτό τουλάχιστον θεωρούσε η πολιτική επιστήμη ότι ίσχυε έως σήμερα. Τώρα, πειράματα και υπολογιστικά μοντέλα αμφισβητούν αυτή την ιδέα υποστηρίζοντας ότι οι ψηφοφόροι τείνουν να λαμβάνουν συναισθηματικές αποφάσεις τις οποίες κατόπιν εκλογικεύουν.

Σε αυτό το συμπέρασμα έχει καταλήξει ο πολιτικός επιστήμονας Charles Taber, του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Στόνι Μπρουκ, και οι συνάδελφοί του, οι οποίοι τα τελευταία δέκα χρόνια διερευνούν τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αποφασίζουν ποιον θα ψηφίσουν. «Η πολιτική, όπως η θρησκεία και ο πόλεμος, σχετίζονται κυρίως με το συναίσθημα», λέει ο Taber. «Από την εμπειρία προκύπτει ότι το μοντέλο του Διαφωτισμού για τον λογικό τρόπο σκέψης ως χρέος του πολίτη έχει χρεοκοπήσει.»

Στα πειράματά τους, ο Taber και οι συνάδελφοί του ζήτησαν από προπτυχιακούς φοιτητές να δώσουν αρνητικές ή θετικές αποκρίσεις όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για λέξεις-στόχους που εμφανίζονταν στην οθόνη του υπολογιστή (όπως «όμορφος» και «απαίσιος») και είχαν ανεπίδεκτη παρερμηνείας καλή ή κακή σημασία. Προτού εμφανιστεί κάθε «στόχος», οι ερευνητές προέβαλλαν στιγμιαία (για 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου) μια παρασυνειδησιακή υπαινικτική λέξη πάνω στην οθόνη ―χρόνος πολύ μικρός για να μπορούν οι εθελοντές να αντιληφθούν συνειδητά τη λέξη αυτή. Λέξεις με θετική εννοιολογική απόχρωση (όπως, λόγου χάρη, «λιακάδα») επιτάχυναν γενικά τους χρόνους απόκρισης για στόχους με καλή σημασία, ενώ με αρνητική απόχρωση (όπως «καρκίνος») τους επιβράδυναν. Το αντίθετο παρατηρήθηκε για στόχους με κακή σημασία.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν επίσης υπαινικτικές λέξεις με πολιτικό περιεχόμενο (σε αυτές περιλαμβάνονταν πολιτικοί, κόμματα και πολιτικά ζητήματα, όπως «Λίνκολν» ή «έλεγχος των εξοπλισμών»). Διαπίστωσαν ότι οι χρόνοι αντίδρασης των φοιτητών αυξάνονταν ή μειώνονταν ανάλογα με το αν έκριναν τις εν λόγω λέξεις θετικά ή αρνητικά σε ένα ερωτηματολόγιο που μοιράστηκε μετά το πείραμα. «Σημασία έχει ότι υπάρχουν παράγοντες πέρα από την επίγνωσή μας οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις αντιδράσεις μας σε πολιτικά θέματα», επισημαίνει ο κοινωνικός ψυχολόγος Richard Lau του Πανεπιστημίου Rutgers (Νιου Τζέρσι).

Σε πρόσφατα πειράματα, ο Taber και οι συνεργάτες του πρόβαλαν στιγμιαία υπαινικτικές λέξεις που συνδέονταν με ομάδες στις οποίες ανήκαν οι εθελοντές (για παράδειγμα, «έγχρωμος» ή «Δημοκράτης»). Βρήκαν ότι οι φοιτητές ήταν πιο πιθανό να υποστηρίξουν ζητήματα πολιτικά που συνδέονταν άμεσα με τις δικές τους ομάδες (όπως η «θετική κοινωνική διάκριση» στο συγκεκριμένο παράδειγμα). Το αντίθετο συνέβαινε αν στους εθελοντές προέβαλλαν λέξεις για ομάδες στις οποίες δεν ανήκαν. Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν όταν οι εθελοντές είδαν λέξεις όπως «εμείς» ή «αυτοί».

«Η δύναμη αυτών των αυτόματων αντιδράσεων είναι αναπάντεχη και αντιμάχεται τα παραδοσιακά μοντέλα σύμφωνα με τα οποία μελετάμε επισταμένως τις ιδέες και καλοζυγίζουμε τις αποφάσεις μας», λέει ο Taber. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι παίρνουν τις αποφάσεις τους σχεδόν στιγμιαία αφότου εκτεθούν σε πολιτικά μηνύματα, και κατόπιν η συνειδητή σκέψη εκλογικεύει αυτή τη συναισθηματική τους απόκριση. «Δεν είναι ότι δεν υπάρχει ορθολογισμός· απλώς επηρεάζεται έντονα από αυτόματες αντιδράσεις σε πράγματα τόσο απλά όσο το “εμείς” ή το “αυτοί”», σχολιάζει ο Taber. Αυτή η παρατήρηση είναι συνεπής με τα συμπεράσματα πολύχρονων ερευνών, σύμφωνα με τα οποία οι πολιτικές προτιμήσεις ή τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των πολιτών παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι η καλή ενημέρωσή τους για έναν υποψήφιο.

Βασισμένοι στις θεωρίες τους, οι παραπάνω επιστήμονες ανέπτυξαν ένα υπολογιστικό μοντέλο με το όνομα John Q. Public, για να προσομοιώσουν τις πολιτικές απόψεις των ψηφοφόρων σε επίκαιρα γεγονότα. Δημιούργησαν 100 εικονικούς ψηφοφόρους, καθένας ενταγμένος σε διαφορετική πολιτική ομάδα, με ξεχωριστή ψυχοσύνθεση όσον αφορά όρους όπως «πρόεδρος», και «έτρεξαν» το μοντέλο στο υπερυπολογιστικό δίκτυο TeraGrid, το οποίο συνδέει εννιά υπερυπολογιστικές τοποθεσίες στις ΗΠΑ.

Αυτοί οι προσομοιωμένοι πολίτες τροφοδοτήθηκαν με ειδησεογραφικούς απολογισμούς δημόσιων αντιπαραθέσεων και ομιλιών κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τού 2000, οι οποίοι συνοψίσθηκαν σε απλές προτάσεις όπως «ο Μπους είπε ότι αντιτίθεται στην έκτρωση», ώστε να τις επεξεργάζεται ευκολότερα το πρόγραμμα. Οι αποκρίσεις των ψηφοφόρων σε αυτές τις δηλώσεις, είτε ήταν θετικές είτε αρνητικές, αντιστοιχούσαν σχεδόν απόλυτα στις τάσεις που εκδηλώθηκαν στα πραγματικά εθνικά εκλογικά δεδομένα τού 2000, και τα οποία είχαν δημοσιευθεί στο American Journal of Political Science.

Ο Taber αντιλαμβάνεται ότι τα ευρήματά τους «θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό τη μεγαλύτερη κατανόηση και τη μεθόδευση του πώς να μεταχειρίζονται τον κόσμο». Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικοί επηρεάζουν την κοινή γνώμη με πατριωτικά σύμβολα, επιβλητική μουσική και προτρεπτικά συνθήματα εδώ και χιλιετίες. «Ο Αριστοτέλης είχε αναφερθεί σε αυτό. Οι γνήσιοι πολιτικοί γνώριζαν ανέκαθεν ότι οι άνθρωποι είναι λιγότερο στοχαστικοί απ’ ό,τι συναισθηματικοί», προσθέτει ο Taber, σημειώνοντας ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξουδετερώσεις αυτή τη μεθόδευση είναι να τη γνωρίζεις σε βάθος.

Ο Taber και οι συνάδελφοί του διερευνούν επίσης το πώς η φυλή επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Taber, αλλά και με άλλους, πολλοί πολιτικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι ο απροκάλυπτος ρατσισμός δεν παίζει πλέον σημαντικό ρόλο στην πολιτική σήμερα. Πολιτικοί οι οποίοι αντιτίθενται στη θετική κοινωνική διάκριση και σε άλλες πολιτικές σχετιζόμενες με τη φυλή ισχυρίζονται ότι διέπονται από αρχές ανάλογες μιας προτεσταντικής ηθικής. Αλλά σύμφωνα με δεδομένα από την προκαταρκτική μελέτη τού Taber ισχύει κάτι άλλο: όροι που σχετίζονται με τη φυλή ―όπως, λόγου χάρη, «χιπ-χοπ»― αναγνωρίζονται πιο εύκολα και αυτόματα μέσα από ένα σωρό γραμμάτων όταν υπαγορεύονται από παρασυνειδησιακές υπαινικτικές λέξεις ―όπως «θετική κοινωνική διάκριση».