Μου πρωτοέδειξαν τον αστερισμό της Μεγάλης Αρκτου πριν καν πάω στο σχολείο. Στα χρόνια που κύλησαν, διασκέδαζα κρατώντας ένα παλιό ζευγάρι κιάλια και αναγνωρίζοντας άλλους αστερισμούς στον ανοιχτό ουρανό πάνω από το Κολοράντο —ή ακόμα και ανακαλύπτοντας δικούς μου. Τότε, φυσικά, δεν σκεφτόμουν καθόλου την ηλικία ή την προέλευση των αστερισμών; ωστόσο, οι περίεργες μορφές τους στον ουρανό συνιστούν έναν συναρπαστικό επιστημονικό γρίφο.
Το 1922 στη Ρώμη, όταν η Διεθνής Αστρονομική Ένωση (IAU) όρισε επισήμως 88 αστερισμούς, άντλησε το μεγαλύτερο πλήθος τους από το μνημειώδες έργο Μεγίστη σύνταξη (γνωστότερο ως Αλμαγέστη) του Κλαυδίου Πτολεμαίου, το οποίο γράφτηκε περίπου το 150 μ.Χ. και περιέγραφε, μεταξύ άλλων, τις αστρονομικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων. Αυτές οι παραδόσεις ήταν ήδη γνωστές στο ευρύτερο κοινό με το διδακτικό έπος Φαινόμενα του Αράτου του Σολέως (275 π.Χ). Ο Ίππαρχος ο Ρόδιος, ο διασημότερος υπομνηματιστής του Αράτου, μας πληροφορεί ότι τα Φαινόμενα αποτελούσαν ποιητική απόδοση του αστρονομικού συγγράμματος Ένοπτρα και Φαινόμενα (366 π.Χ.) του Ευδόξου του Κνιδίου. Αυτά τα βιβλία περιείχαν τις πρώτες οξυδερκείς παρατηρήσεις των ουρανών, και οι αστερισμοί μέσα σε αυτά είχαν ήδη αποκτήσει την «ταυτότητά» τους. Πώς και από πού όμως προήλθαν οι ελληνικοί αστερισμοί;