|
|
|
Αμφίρροπα σκορ
|
|
|
|
Τουλάχιστον αυτό είναι αδιαμφισβήτητο: Για το μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα, ο δείκτης ευφυΐας (IQ) των απανταχού μαύρων μετριέται κατά μέσο όρο 15 μονάδες μικρότερος του αντίστοιχου των λευκών.
Στο σημείο στο οποίο αδυνατούν οι επιστήμονες να συμφωνήσουν είναι το γιατί. Οι περισσότεροι αποδίδουν το χάσμα σε διαφορές στη μόρφωση, στην υγεία και σε άλλες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Οι οπαδοί της κληρονόμησης της ευφυΐας, από την άλλη, θεωρούν τη διαφορά μεταξύ μαύρων και λευκών κατά μεγάλο βαθμό γενετικής προέλευσης. Σημειώνουν δε, μεταξύ άλλων έμμεσων ενδείξεων, ότι η διαφορά επιμένει στην πάροδο του χρόνου και σε όλο τον κόσμο ―επιμονή κρίσιμης σημασίας στις αντιπαραθέσεις σχετικά με τις αιτίες των διαφορών μεταξύ ομάδων. «Εάν συνέκλιναν οι διαφορές μεταξύ μαύρων και λευκών, αν δεν υπήρχε αυτή η τεράστια διαφορά παντού, δεν θα είχε απομείνει καμία αντιπαράθεση», δηλώνει ο J. Philippe Rushton, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο και φανατικός οπαδός των θεωριών της κληρονόμησης της ευφυΐας.
Ήταν μεγάλη είδηση, λοιπόν, όταν ο James R. Flynn και ο William T. Dickens δημοσίευσαν μια εργασία στο Psychological Science τον Οκτώβριο του 2006, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι Αφροαμερικανοί έχουν μειώσει σημαντικά το φυλετικό χάσμα τού IQ. Βασιζόμενοι στην ανάλυση τεσσάρων διαφορετικών δοκιμασιών μέτρησης του IQ που είχαν διενεργηθεί μεταξύ 1972 και 2002, συμπεριλαμβανομένων των τεστ Stanford-Binet και AFQT (τεστ αξιολόγησης των Ενόπλων Δυνάμεων), οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι μαύροι στις ΗΠΑ έχουν αυξήσει το IQ τους κατά 4 έως 7 μονάδες σε σχέση με τους μη ισπανικής προέλευσης λευκούς, μειώνοντας έτσι το χάσμα κατά 25% έως 50%.
Σύμφωνα με τους Dickens και Flynn, οι συνέπειες είναι προφανείς. «Το χάσμα δεν υπάρχει από καταβολής του κόσμου», δηλώνει ο Flynn, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Οτάγκο στο Ντιούνεντιν της Νέας Ζηλανδίας, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη γενική αύξηση του IQ χρόνο με το χρόνο (ένδειξη ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν ισχυρά τις βαθμολογίες). Ο Dickens, ο οποίος είναι ανώτερος υπότροφος οικονομικών σπουδών στο Ινστιτούτο Brookings (Ουάσινγκτον), προσθέτει ότι η μελλοντική πρόοδος προς την κατεύθυνση των ίσων ευκαιριών θα συνεχίσει να μειώνει τη διαφορά.
Ωστόσο, τα στοιχεία δεν δικαιολογούν τέτοιο βαθμό αισιοδοξίας, δηλώνει ο Rushton, ο οποίος αυτοαποκαλείται «φυλετικός ρεαλιστής». Όταν ο Rushton ανέγνωσε ως κριτής τη μελέτη, πρότεινε την απόρριψή της με το σκεπτικό ότι τα δεδομένα ήταν μεροληπτικά, διότι αγνόησαν τουλάχιστον τέσσερα τεστ IQ των οποίων τα αποτελέσματα έδειχναν είτε καμία αύξηση για τους μαύρους είτε ακόμη και μικρή μείωση. Στο τέλος, δημοσίευσε ένα καυστικό σχόλιο για τη μελέτη, συνυπογραφόμενο από τον επιφανή (και αμφιλεγόμενο) ψυχολόγο Arthur Jensen, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ.
Οι Flynn και Dickens αρνήθηκαν την κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι από την ανάλυση είχαν αποκλείσει δείγματα που δεν ήταν αντιπροσωπευτικά του αμερικανικού πληθυσμού. Σε ένα δείγμα, για παράδειγμα, μια ομάδα εμφάνιζε υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο σε σχέση με τη φυλή που αντιπροσώπευε, δεν φαινόταν δε το ποια φυλή ήταν. Ο Dickens πιστεύει ότι οι περισσότεροι όσων δημοσιεύουν τεστ IQ δεν προσπαθούν να επανατυποποιήσουν τις δοκιμασίες αυτές χρησιμοποιώντας εθνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα του πληθυσμού, καθιστώντας έτσι υπερβολικά δύσκολο για τους άλλους ερευνητές να εξαγάγουν οριστικά συμπεράσματα.
Η Linda Gottfredson, καθηγήτρια διδακτικής στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ, θέτει ένα σοβαρότερο ερώτημα σχετικά με τα ευρήματα. Αν το IQ των μαύρων αυξάνεται και εφόσον το IQ αποτελεί τον καλύτερο προγνωστικό παράγοντα προσδιορισμού των ακαδημαϊκών επιδόσεων, θα περίμενε κανείς μια παρόμοια αύξηση στις τυποποιημένες δοκιμασίες επιδόσεων. Ωστόσο, όπως σημειώνει, οι μελέτες δεν δείχνουν μια τέτοια αύξηση. Για παράδειγμα, ο Charles Murray, υπότροφος του Ινστιτούτου Αμερικανικής Επιχειρηματικότητας (AEI ―μια συντηρητική «δεξαμενή σκέψης») και συγγραφέας του αμφιλεγόμενου μπεστ-σέλερ The Bell Curve (1994), δημοσίευσε μια αναφορά στο περιοδικό Intelligence (τεύχος Δεκεμβρίου 2006) σχετικά με τις επιδόσεις των μαύρων. Εκεί συμπεραίνει ότι αν και οι μαύροι είχαν ξεκινήσει να μειώνουν το χάσμα στις σχολικές επιδόσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η βελτίωση σταμάτησε για άτομα που γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας τού 1970 και μετά.
Ο Dickens εξηγεί εν μέρει τις ασυμφωνίες αυτές με τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους κανείς μπορεί να θεωρεί τα ίδια δεδομένα. «Ουδείς αμφιβάλλει ότι υπάρχει χάσμα στις επιδόσεις», δηλώνει. «Το ερώτημα συνίσταται στο αν αυτό έχει μειωθεί, και η απάντηση είναι καταφατική», παρότι οι αυξήσεις δεν εμφανίζονται ίσες σε όλες τις μετρήσεις.
Η Gottfredson τονίζει επίσης μια προβληματική τάση στα δεδομένα 30 ετών που χρησιμοποίησαν οι Flynn και Dickens ―δηλαδή το ότι για κάθε επόμενη ηλικία, το χάσμα μεταξύ μαύρων και λευκών αυξάνεται σταθερά. « Όλα αυτά τα δεδομένα ερμηνεύονται ως “τρίποντο” υπέρ των περιβαλλοντικών εξηγήσεων, ενώ είναι συνεπή τουλάχιστον όσο και τα αντίστοιχα υπέρ των γενετικών εξηγήσεων», δηλώνει, προσθέτοντας ότι οι επιδράσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος τείνουν να αποδυναμώνονται με την ηλικία. Στο μοντέλο των Flynn και Dickens, από την άλλη, ένα φτωχό οικογενειακό περιβάλλον ουσιαστικά φαίνεται να δημιουργεί μεγαλύτερα μειονεκτήματα όσο περνά η ηλικία. Για παράδειγμα, όπως εξηγεί ο Dickens, «καλύτερα να είσαι 5 ή 6 ετών και η μητέρα σου να έχει παρατήσει το σχολείο, παρά να είσαι 16 ετών», διότι οι γονείς που έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο δεν μπορούν να βοηθήσουν στα δύσκολα σχολικά μαθήματα.
Αν η πρόοδος των μαύρων έχει βαλτώσει, μπορεί να ευθύνονται δημογραφικές αλλαγές. Ενώ οι γυναίκες υψηλού IQ όλων των φυλών εμφανίζουν μικρότερο δείκτη γεννήσεων, ιδιαίτερα οι δείκτες γεννήσεων των μαύρων γυναικών υψηλού IQ βρίσκονται «υπό το μηδέν», δηλώνει ο Murray ―αφήνοντας έτσι ένα έλλειμμα τόσο ως προς τα «καλύτερα γονίδια» όσο και ως προς το «καλύτερο οικογενειακό περιβάλλον» για την επόμενη γενιά. Προσθέτει ότι ακόμη και εάν ήταν δυνατόν να απαντηθεί άπαξ και διά παντός το γενετικό ζήτημα, κάτι που όπως πιστεύει μπορεί να βοηθηθεί από τους διαθέσιμους σήμερα μελέτες στο επίπεδο του DNA, οι περισσότεροι επιστήμονες θα έσπευδαν να γυρίσουν την πλάτη σε τέτοιου είδους έρευνα, για πολιτικούς λόγους.
Εξαιτίας του ότι τα γονίδια αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον, ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι το ερώτημα περί γενετικών διαφορών με βάση τη φυλή είναι άσκοπο. «Τι εννοούν;», ρωτά ο Eric Turkheimer, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, ο οποίος έχει ερευνήσει την επίδραση της φτώχιας στην πραγμάτωση του γενετικού δυναμικού των ατόμων. Αυτό στο οποίο θα έπρεπε να διαφωνούν ο Rushton και ο Jensen, λέει, είναι ότι «ένα χάσμα θα παραμένει υπό οποιαδήποτε περιβαλλοντική επίδραση. Και εξάλλου, πώς μπορεί κανείς να το γνωρίζει αυτό; Το μόνο που μπορούμε να αποδείξουμε λοιπόν είναι ότι οι ελπίδες μείωσης του χάσματος υπήρξαν τελικά φρούδες».
|
|
|
|
|