Αύγουστος 2007
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Φαινόμενο αναπήδησης
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, όσο μειώνονται οι τιμές τόσο η κατανάλωση αυξάνεται. Πρόσφατα οι οικονομολόγοι άρχισαν να μελετούν τον παραπάνω νόμο της ζήτησης σε πολιτικές οι οποίες στοχεύουν στην αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σχετιζόμενων με την παγκόσμια θέρμανση. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ονομάζεται φαινόμενο αναπήδησης και λαμβάνει χώρα όταν η μεγαλύτερη κατανάλωση υπονομεύει την εξοικονόμηση ενέργειας που απορρέει από μια νέα τεχνολογία.

Για παράδειγμα, ένα νοικοκυριό το οποίο αρχικά εξοικονομεί ενέργεια και χρήματα εγκαθιστώντας καλύτερη θερμομόνωση μπορεί στη συνέχεια να δελεαστεί ότι διαθέτει πλέον την οικονομική δυνατότητα να «ανεβάζει» το θερμοστάτη κατά τη διάρκεια του χειμώνα. «Αν υλοποιήσεις ένα πρόγραμμα ή μια πολιτική που μειώνει το κόστος ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, τότε οι καταναλωτές θα χρησιμοποιούν περισσότερο το εν λόγω αγαθό ή υπηρεσία», σημειώνει ο Richard Newell, ενεργειακός και περιβαλλοντικός οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Duke.

Αν και οι περισσότεροι ειδικοί δέχονται την ύπαρξη του φαινομένου, η αντιπαράθεση συνεχίζεται όσον αφορά το μέγεθός του. Δύο πρόσφατες μελέτες αποκαλύπτουν μεν διαφορετικά ποσοτικά αποτελέσματα, συμφωνούν όμως σχετικά με τον βέλτιστο τρόπο αναχαίτισης της γενικότερης τάσης των ανθρώπων να χρησιμοποιούν περισσότερα αγαθά όταν το κόστος τους είναι μικρότερο. Στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, το αποτελεσματικότερο «φρένο» φαίνεται ότι είναι η φορολόγηση των εκπομπών άνθρακα.

Τον περασμένο Ιανουάριο [2007], οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ιρβάιν δημοσίευσαν ένα άρθρο στο Energy Journal στο οποίο εξετάζουν το φαινόμενο αναπήδησης στην περίπτωση των αυτοκινήτων ―δηλαδή, το βαθμό στον οποίο τα επίπεδα αποδοτικότητας του καυσίμου ενθαρρύνουν τους οδηγούς να οδηγούν περισσότερο. Χρησιμοποίησαν δεδομένα για την κατανάλωση των οχημάτων στις ΗΠΑ για την περίοδο από το 1966 έως το 2001, εκτιμώντας το φαινόμενο αναπήδησης για τα αυτοκίνητα γύρω στο 10% ―δηλαδή, για δεδομένη μείωση του κόστους οδήγησης, ο αριθμός των διανυόμενων χιλιομέτρων αυξανόταν κατά 10%. Αν και το φαινόμενο έφθινε καθώς τα εισοδήματα μεγάλωναν, οι αυξανόμενες τιμές βενζίνης αντισταθμίζουν μερικώς τούτη τη μείωση: ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, ο Kurt Van Dender, επανεξέτασε το μοντέλο χρησιμοποιώντας τις τιμές της βενζίνης για το 2006 και βρήκε ότι αύξηση του κόστους του καυσίμου κατά 58% αυξάνει το φαινόμενο αναπήδησης από το 10% στο 15%. Συνολικά, ωστόσο, «βρίσκουμε ότι το φαινόμενο αναπήδησης είναι αρκετά μικρό», διατείνεται ο Van Dender.

Μια άλλη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2007 τού Energy Economics, στρέφεται προς άλλη κατεύθυνση. Οικονομολόγοι στο Πανεπιστήμιο του Ουμέο στη Σουηδία χρησιμοποίησαν δεδομένα από την εθνική κατανάλωση στους τομείς των μεταφορών, των τροφίμων, της θέρμανσης και άλλων αγαθών με σκοπό να αξιολογήσουν πώς μια αύξηση στην ενεργειακή αποδοτικότητα ―η οποία μοντελοποιείται ως μείωση στην τιμή― επηρεάζει την κατανάλωση σε καθέναν από τους παραπάνω τομείς. Λόγου χάρη, το μοντέλο έδειξε ότι αύξηση κατά 20% στην αποδοτικότητα της θέρμανσης θα αυξήσει τη ζήτηση στις μεταφορές αυτοκινήτων κατά 4,2%. Συνολικά, αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά 20% σε μακροοικονομικό επίπεδο οδηγεί τελικά σε αύξηση των εκπομπών άνθρακα ―σε εθνικό επίπεδο― κατά 5%.

«Στο μοντέλο μας, η αποδοτικότητα του καυσίμου προκαλεί και μείωση στην κατανάλωση καυσίμου, όμως η ουσία βρίσκεται στο ότι ο κόσμος ξοδεύει τα χρήματα που αρχικά εξοικονομεί σε κάτι άλλο, το οποίο ενδέχεται να εντείνει τις εκπομπές άνθρακα», αναφέρει ο Runar Brännlund, ένας από τους συγγραφείς της σουηδικής μελέτης, και ισχυρίζεται ότι «εξαπατούμε τους εαυτούς μας εάν νομίζουμε ότι βελτιώνοντας την αποδοτικότητα κατά 20% μειώνουμε παράλληλα τις εκπομπές κατά 20%». Προκειμένου να αντισταθμιστεί το φαινόμενο αναπήδησης, η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας πρέπει να συνδυαστεί με πολιτικές μείωσης των εκπομπών. Όπως προτείνει ο Brännlund, πρέπει να αυξήσουμε τις τιμές του άνθρακα. Ένας τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό θα ήταν η επιβολή βαριάς φορολογίας. Στη Σουηδία, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές άνθρακα στα αρχικά επίπεδά τους, οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να αυξήσουν τον εθνικό φόρο επί του άνθρακα ―που ισχύει από το 1991― κατά 130%.

Ο Brännlund σημειώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σκέφτεται πλέον ένα νέο πρότυπο εξοικονόμησης καυσίμου. «Εάν υπάρχει κοινωνικό κόστος στην κατανάλωση βενζίνης το οποίο οι καταναλωτές δεν λαμβάνουν υπόψη τους όταν καταναλώνουν βενζίνη, τότε η έκβαση δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ένας φόρος επί της βενζίνης ή του άνθρακα», συμπεραίνει ο Brännlund. Η ύπαρξη του φαινομένου αναπήδησης, ακόμη και σε μικρή έκταση, μπορεί «να έχει πραγματικά μεγάλο κοινωνικό κόστος», προσθέτει ο Van Dender, «επιτείνοντας τη ρύπανση του αέρα και τον κυκλοφοριακό συνωστισμό».