Αύγουστος 2007
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Εργαστηριακές λοιμώξεις
Παρά τις αεροστεγείς διπλές πόρτες, τον εργαστηριακό ιματισμό μίας χρήσης, τις συχνές απολυμάνσεις και όποια άλλα μέτρα προφύλαξης, στα βιολογικά εργαστήρια των ΗΠΑ συμβαίνουν ακούσιες λοιμώξεις. Το χειρότερο είναι ότι τα ατυχήματα αυτά δεν δηλώνονται, δεν αναφέρονται, ή δεν δημοσιεύονται. Μολονότι τα τελευταία 40 χρόνια δεν έχει επιβεβαιωθεί καμία περίπτωση ασθενούντος επιστήμονα ο οποίος να μετέδωσε την εργαστηριακά προερχόμενη λοίμωξή του σε περισσότερο κόσμο, από την περίπτωση του φυματικού ταξιδιώτη Andrew Speaker καταδεικνύεται ότι θα μπορούσε να συμβεί ταχεία εξάπλωση θανατηφόρων λοιμώξεων με τις σύγχρονες αεροπορικές συγκοινωνίες. Το σημαντικότερο μάλιστα είναι ότι, εξαιτίας της νοοτροπίας ή της τάσης να μην αναφέρονται τέτοια περιστατικά, αλλά και εξαιτίας της χαλαρής εφαρμογής των ήδη αδύναμων κανονισμών σχετικά με αναφορές αυτού του τύπου στις ΗΠΑ, αυξάνει η πιθανότητα να συμβούν τέτοιες δευτερογενείς λοιμώξεις. Πραγματικά, ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι μάλλον έχουν ήδη συμβεί οι εν λόγω λοιμώξεις, μιας και σε άλλες χώρες έχει επίσημα διαπιστωθεί η εξάπλωση στο ευρύτερο κοινό λοιμώξεων εργαστηριακής προέλευσης όπως των ιών της ευλογιάς, του SARS, του Marburg και του Η1Ν1.

Τα ερευνητικά ινστιτούτα προτιμούν να μην τους επιρρίπτονται ευθύνες ή αποφεύγουν να έρχονται αντιμέτωπα με τη δημόσια δυσφήμηση, παρατηρεί η ανοσολόγος Gigi Kwik Gronvall, ερευνητική συνεργάτρια του Κέντρου για τη Βιοασφάλεια στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. Έτσι, πολλά επιλέγουν να αποκρύπτουν τα όποια σφάλματά τους και ελπίζουν να μην έχουν δοσοληψίες με ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές.

Σύμφωνα με μια ομάδα ειδικών σε θέματα βιοασφάλειας την οποία συγκάλεσε το συγκεκριμένο κέντρο το περασμένο καλοκαίρι [2006], ερευνητές αναφέρουν ατυχήματα ακόμη και σε εργαστήρια με διαβάθμιση 4ου επιπέδου ως προς τη βιοασφάλεια, που είναι και η υψηλότερη: Στις εγκαταστάσεις αυτές μελετώνται ασθένειες μη ιάσιμες, οπότε όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους χώρους επιθυμούν να λαμβάνουν κάθε δυνατή διαθέσιμη ιατρική φροντίδα. Αλλά η αναφορά ατυχημάτων σε εργαστήρια 2ου και 3ου επιπέδου είναι πολύ λιγότερο συχνή, λένε οι ίδιοι ειδικοί. Και τούτο διότι οι ασθένειες στα εργαστήρια αυτά είναι λιγότερο σοβαρές, οπότε οι επιστήμονες που προσβάλλονται από αυτές ίσως δεν αντιλαμβάνονται ότι τις απέκτησαν ενδοεργαστηριακά.

Τον Φεβρουάριο του 2006, στο Πανεπιστήμιο Α&Μ τού Τέξας, μια φοιτήτρια με ανεπαρκή μέσα ατομικής προστασίας προσβλήθηκε από βρουκέλλωση ενώ καθάριζε εργαστήριο διαβαθμισμένο στο 3ο επίπεδο βιοασφάλειας. Πρόκειται για σπάνια νόσο στις ΗΠΑ, από την οποία προσβάλλονται και ζώα και άνθρωποι, ενώ μπορεί να εξελιχθεί σε θανατηφόρο αν ο ασθενής δεν υποβληθεί σε θεραπεία. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατατάσσει τον υπαίτιο παθογόνο παράγοντα στους επίλεκτους παράγοντες, θεωρείται δηλαδή πιθανή η χρήση του σε βιοτρομοκρατικά όπλα. Η άρρωστη φοιτήτρια, μη γνωρίζοντας τι είχε, παρέμεινε κλεισμένη στο σπίτι της επί εβδομάδες, υποφέροντας από διαρκείς πυρετούς και άλλα συμπτώματα τύπου γρίπης.

Σύμφωνα με τα πανεπιστημιακά αρχεία, όταν η προσωπική γιατρός της διέγνωσε έπειτα από 2 μήνες βρουκέλλωση, υπεβλήθη αναφορά στο πανεπιστήμιο, αλλά το τελευταίο ανακοίνωσε το περιστατικό ύστερα από 1 έτος. Και τούτο έγινε κατόπιν πιέσεων από μια ομάδα επιφυλακής για τα βιολογικά όπλα, την Sunshine Project, η οποία απείλησε ότι θα εξέθετε δημόσια το συμβάν εάν το ίδιο το Πανεπιστήμιο Α&Μ δεν προχωρούσε σε δημόσια αναφορά.

Κάποιες φορές, οι ενδοεργαστηριακές αναποδιές συμβαίνουν επειδή οι ερευνητές θεωρούν ότι καταπιάνονται με μια διαφορετική νόσο. Το Μάιο του 2004, δύο ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης εκδήλωσαν εν αγνοία τους τουλαραιμία σε εργαστήριο 2ου επιπέδου, διότι εσφαλμένα πίστευαν ότι εργάζονταν με ένα αβλαβές τροποποιημένο στέλεχος. Σύμφωνα με αξιωματούχους του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, οι δύο ερευνητές παραβίασαν μια τακτική ασφαλούς εργασίας κατά την οποία όλα τα τουλαραιμικά δείγματα έπρεπε να φυλάσσονται κάτω από ειδικό περίκλειστο κουτί με το οποίο διασφαλιζόταν η προστασία του εργαζόμενου. Και οι δύο εκδήλωσαν συμπτώματα τύπου γρίπης αλλά ανέρρωσαν.

Το περιστατικό δεν θα έβγαινε στη φόρα αν τον Σεπτέμβριο του 2004 δεν συνέβαινε πολυήμερη εισαγωγή στο νοσοκομείο και τρίτου ερευνητή με παρόμοια συμπτώματα. Σύντομα, άλλα μέλη του διδακτικού προσωπικού άρχισαν να υποψιάζονται ότι και οι τρεις περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι τουλαραιμία· οι υποψίες τους φυσικά επιβεβαιώθηκαν όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος. Το ατύχημα δεν αναφέρθηκε από το πανεπιστήμιο μέχρι τον Νοέμβριο του 2004, ενώ δημόσια ανακοίνωση εξεδόθη τελικά τον Ιανουάριο του 2005.

Τόσο η βρουκέλλωση όσο και η τουλαραιμία τυπικά δεν μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο, και έτσι δεν θα συνέβη πιθανότατα έκθεση περισσότερου κόσμου στους υπαίτιους παθογόνους παράγοντες. Με δεδομένη, ωστόσο, την απουσία αναφορών, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το κατά πόσον θα εκδηλώνονταν σε περισσότερο κόσμο παρόμοια περιστατικά εξαιτίας μεταδοτικών μικροβίων. «Είναι πολύ πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο», λέει ο Richard Ebright, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Rutgers. Συμφωνεί μαζί του και ο Patrick Bavoil, μικροβιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, θεωρώντας «βέβαιο ότι ακούσιες λοιμώξεις θα πρέπει να έχουν ήδη μεταδοθεί πολλές φορές», επειδή αφενός οι ασθενούντες ερευνητές μη γνωρίζοντας ότι είναι φορείς του υπαίτιου παθογόνου συγχρωτίζονται με περισσότερους ανθρώπους, αλλά και εξαιτίας τού ότι είναι τόσο πολλοί οι μεταδιδόμενοι από άτομο σε άτομο μικροοργανισμοί.

Γνωστή περίπτωση κατά την οποία θα μπορούσε άνετα να προκληθεί μετάδοση λοιμώδους νοσήματος μεταξύ πολλών ατόμων έχει σχέση με το περιστατικό τού 2000 στο στρατιωτικό Ιατρικό Ινστιτούτο Ερευνών για τα Λοιμώδη Νοσήματα (MRIID) στο Φορτ Ντέτρικ τού Μέριλαντ. Εκεί, κάποιος μικροβιολόγος που εργαζόταν με το βακτήριο Burkholderia mallei ―χρησιμοποιείται σε βιολογικά όπλα― σε εργαστήριο με διαβάθμιση 3ου επιπέδου εκδήλωσε τη νόσο την οποία προκαλεί το εν λόγω βακτήριο, τη μάλη, που μπορεί να αποβεί θανατηφόρος. Παρά τον πυρετό και το οίδημα στους μασχαλιαίους λεμφαδένες, το συγκεκριμένο άτομο επί 6 εβδομάδες πήγαινε κανονικά στην εργασία του και ποτέ δεν ενημέρωσε το στρατό για το πρόβλημά του· μέχρι που εισήχθη σε νοσοκομείο, και μάλιστα με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής του, ανέβασε υψηλό πυρετό και παρουσίασε ηπατοσπληνικά αποστήματα. Από τη στιγμή, βέβαια, που οι παθολόγοι διέγνωσαν τη μάλη, ο άρρωστος ακολούθησε την κατάλληλη θεραπεία και ανέρρωσε πλήρως. Ο δε ιεραρχικά ανώτερός του αξιωματικός, επικαλούμενος το ιατρικό απόρρητο, αρνήθηκε να τιμωρήσει τον άρρωστο επειδή δεν ανέφερε την ασθένειά του.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους τα περιστατικά αυτού του τύπου εξακολουθούν να μην τεκμηριώνονται εγγράφως είναι το ότι υπάρχουν ελάχιστες ομοσπονδιακές διατάξεις σχετικά με τις αναφορές, και πολλές από αυτές δεν εκτελούνται, λέει ο Edward Hammond, διευθυντής τής Sunshine Project. Για να λαμβάνουν χρηματικές επιχορηγήσεις από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, τα αμερικανικά πανεπιστήμια οφείλουν να αναφέρουν κάθε ατύχημα, δεν αντιμετωπίζουν ωστόσο καμία ποινή για τη μη αναφορά. Επίσης, παρόλο που από τους ομοσπονδιακούς ελέγχους σε 25 πανεπιστήμια διαπιστώθηκε ότι στα 21 δεν τηρούνταν όλοι οι κανόνες περί ελέγχου και διαχείρισης των επίλεκτων παραγόντων, σε κανένα δεν επεβλήθησαν κυρώσεις για μη συμμόρφωση. Ομοίως, δεν είναι υποχρεωτικό να αναφέρεται ατύχημα σχετιζόμενο με τεχνικές του ανασυνδυασμένου DNA, εκτός και αν οι ερευνητές κρίνουν ότι το ατύχημα «έχει σημασία». Αλλά ούτε και η Διεύθυνση για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία (ΟΗSA) είναι υποχρεωτικό να ειδοποιείται, εκτός και αν συμβεί θάνατος σε έναν εργασιακό χώρο ή εισαχθούν σε νοσοκομείο τουλάχιστον 3 εργαζόμενοι.

Προκειμένου να καταπολεμηθεί η πλημμελής υποβολή αναφορών, το Κέντρο για τη Βιοασφάλεια στο Πίτσμπουργκ συστήνει την υποχρεωτική υποβολή αναφορών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση για κάθε ατύχημα ή ως εκ θαύματος διαφυγή από ατύχημα σε εργαστήρια 3ου και 4ου επιπέδου, οι οποίες αναφορές δεν θα δημοσιεύονται. Στη συνέχεια, γνωρίζοντας ποιος είναι ο συνηθέστερος τύπος περιστατικών, οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι θα είναι σε θέση να διατυπώνουν νέες απαιτήσεις σχεδιασμένες έτσι ώστε να αποτρέπεται η επανάληψη των ίδιων περιστατικών. Μολονότι ο μεν Hammond διαμαρτύρεται ότι με την αποφυγή δημοσίευσης τέτοιων αναφορών τα μη ασφαλή ερευνητικά ινστιτούτα «θα κρατούν τον κόσμο στο σκοτάδι σχετικά με τους εσωτερικούς κινδύνους τους», η δε Gronvall στο Πίτσμπουργκ ανταπαντά ότι «η ανωνυμία θα διευκολύνει και θα προωθήσει την υποβολή αναφορών».