Αύγουστος 2005
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Συνέπεια και υπομονή
Φαρμακευτική αγωγή, ναι ή όχι; Εκατομμύρια γονέων καλούνται να αποφασίσουν όταν στο παιδί τους διαγιγνώσκεται διαταραχή ελαττωματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ADHD). Η απόφαση αυτή γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από τις αντιφατικές απόψεις για τη συγκεκριμένη διαταραχή. Από όλο και περισσότερες μελέτες προκύπτει ότι, ενώ η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να ηρεμεί τη συμπεριφορά ενός παιδιού, δεν βελτιώνει μακροπρόθεσμα τις επιδόσεις, την επικοινωνία με τους συμμαθητές ή την απειθή συμπεριφορά.

Ως εκ τούτου, οι ερευνητές επικεντρώνουν τώρα την προσοχή τους στη νευροβιολογία της διαταραχής. Από πρόσφατες μελέτες προκύπτει ότι πολλά παιδιά με ADHD παρουσιάζουν γνωστικά ελλείμματα, ειδικά στη μνήμη εργασίας (working memory) ―τη δυνατότητα να συγκρατεί κάποιος πληροφορίες που καθοδηγούν τη συμπεριφορά του. Σε επίπεδο συμπεριφοράς, το γνωστικό πρόβλημα παρουσιάζεται ως διάσπαση της προσοχής και συμβάλλει σε κακές σχολικές επιδόσεις. Τέτοιες μελέτες όχι μόνο αμφισβητούν την αξία της χορήγησης φαρμάκων σε παιδιά με ADHD, αλλά επαναπροσδιορίζουν την ίδια τη διαταραχή και οδηγούν σε πιο κατάλληλη αγωγή που περιλαμβάνει γνωστική εκπαίδευση. «Υπάρχει μια αλλαγή της θεώρησης της συγκεκριμένης διαταραχής από συμπεριφορικό σε βιολογικό επίπεδο» υποστηρίζει η Rosemary Tannock, καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Η Tannock έδειξε σε μελέτες ότι, ενώ η χρήση διεγερτικών ουσιών βελτιώνει τη μνήμη εργασίας, τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά. «Από τα στοιχεία των ερευνών φαίνεται ότι η φαρμακευτική αγωγή δεν επαρκεί» υποστηρίζει. Γι’ αυτό το λόγο, η Tannock, αλλά και άλλοι ερευνητές όπως η Suzan Gathercole του Πανεπιστημίου τού Ντάραμ στην Αγγλία, προσπαθούν να εισαγάγουν στα σχολεία διδακτικές μεθόδους μέσω των οποίων μπορούν να εκπαιδεύουν τη μνήμη εργασίας. Στην πραγματικότητα, ελλείμματα της μνήμης εργασίας μπορεί να υπάρχουν και σε άλλες διαταραχές, όχι μόνο στην ADHD, τονίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο την ετερογένεια της συγκεκριμένης διαταραχής.

«Η μνήμη εργασίας αποτελεί στενωπό στην καθημερινή λειτουργία του ατόμου ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκει» σχολιάζει ο Torkel Klingberg, νευροεπιστήμονας του Ινστιτούτου Karolinska στη Στοκχόλμη. Με βάση τις έρευνές του, το Ινστιτούτο ίδρυσε την CogMed ―μια εταιρεία βιοτεχνολογίας που ανέπτυξε λογισμικό για να εκπαιδεύσει τη μνήμη εργασίας. Σε μια πρόσφατη δημοσίευσή του στο περιοδικό Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, o Klingberg ανέφερε ότι το 60% είκοσι παιδιών με ADHD που δεν έπαιρναν φάρμακα, ύστερα από πέντε εβδομάδες εκπαίδευσης δεν πληρούσαν πλέον τα κλινικά κριτήρια της ADHD. Η εταιρεία ήδη έχει εξαπλώσει τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες της στη Σουηδία και τη Γερμανία, το δε Ινστιτούτο Karolinska συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης για να ξεκινήσουν εντός του έτους κλινικά πειράματα σε παιδιά με ADHD.

«Τα δεδομένα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα» σχολιάζει η Tannock. « Προς το παρόν, έμφαση δίνεται στην οπτικο-χωρική μνήμη, όπου και βρίσκεται ο πιο ισχυρός σύνδεσμος με την αδυναμία συγκέντρωσης και την ADHD. Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε και άλλο. Πρέπει να δειχθεί ότι η εκπαίδευση βοηθά τη βελτίωση των ικανοτήτων σε πληθώρα εργασιών, όχι μόνο σε εκείνες που αφορούν τη συγκράτηση πληροφοριών.»

Το ότι παιδιά με ADHD ανταποκρίνονται θετικά στη γνωστική εκπαίδευση δεν προκαλεί έκπληξη σε ειδικούς όπως ο Lawrence H. Diller, παιδοψυχίατρος και συγγραφέας του βιβλίου Running on Ritalin. «Η υπερκινητικότητα και η ανικανότητα προσήλωσης είναι διαταραχές που στον πληθυσμό ακολουθούν κατανομή κωδωνοειδούς καμπύλης» λέει. «Η πλειονότητα των παιδιών που παίρνουν φάρμακα αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσιολογικού και μη φυσιολογικού.» Σύμφωνα με την εμπειρία του, αυτά αντιδρούν καλύτερα στις μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις. Έχει δοθεί υπερβολική σημασία στη φαρμακευτική αγωγή από τους γιατρούς και τις φαρμακοβιομηχανίες, «η οποία έχει αλλάξει την εικόνα των ανθρώπων για τον εαυτό τους» συμπληρώνει. Έτσι, «η προσωπική ευθύνη παίζει δευτερεύοντα ρόλο στις μακροχρόνιες διαταραχές».

Ακόμη, όπως δηλώνει ο Diller αλλά και άλλοι ερευνητές, επειδή δεν υπάρχει βιομηχανία να την υποστηρίξει, η συμπεριφορική θεραπεία έχει υποτιμηθεί σημαντικά. Από αδημοσίευτα δεδομένα τής Multimodal Treatment Study ―της μεγαλύτερης μακροχρόνιας έρευνας για τη θεραπεία τής ADHD σε παιδιά στις ΗΠΑ (διεθνώς σημειώνεται βραχυγραφικά ως MTA)― φαίνεται ότι, έπειτα από δύο χρόνια, παιδιά στα οποία εφαρμόζεται μόνο συμπεριφορική θεραπεία (εκπαίδευση από τους γονείς, σχολική παρέμβαση αλλά και ειδικό καλοκαιρινό πρόγραμμα κατασκήνωσης) ανταποκρίθηκαν το ίδιο καλά με παιδιά που έπαιρναν υψηλή δόση φαρμάκων, λέει ο πρωτοβάθμιος ερευνητής William Pelham, του Πανεπιστημίου τού Μπάφαλο. Επίσης, μόνο 8% των παιδιών που ακολούθησαν συμπεριφορική θεραπεία πήραν τελικά φάρμακα στο τέλος του δεύτερου χρόνου, γεγονός που δείχνει ότι οι περισσότεροι γονείς αυτής της ομάδας ήταν ικανοποιημένοι με τη συμπεριφορική θεραπεία. Τα αποτελέσματα αυτά στο διάστημα των δύο ετών αντιτίθενται στην αξιολόγηση των πρώτων δεκατεσσάρων μηνών, όταν είχε διαφανεί ότι η συμπεριφορική θεραπεία υπολειπόταν της θεραπείας με υψηλές δόσεις φαρμάκων.

Μολονότι οι περισσότεροι ειδικοί υποστηρίζουν το συνδυασμό συμπεριφορικής αλλά και φαρμακευτικής θεραπείας όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, η φαρμακοθεραπεία είναι συχνά η μόνη προσφερόμενη επιλογή. «Οι γονείς πρέπει να ξέρουν ότι υπάρχουν και εναλλακτικές θεραπείες» δηλώνει ο Pelham.

Η δυνατότητα να περιστείλουμε τα συμπτώματα μέσω της συμπεριφορικής θεραπείας και της εκπαίδευσης υποδηλώνει ότι πολλά παιδιά με ADHD ίσως να μη χρειαστούν καθόλου φάρμακα. Αλλά τόσο η συμπεριφορική θεραπεία όσο και η εκπαίδευση της μνήμης εργασίας απαιτούν συνέπεια και υπομονή από τους γονείς, τους δασκάλους και τους θεραπευτές. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου εύκολο για μια κοινωνία με φρενήρεις ρυθμούς ζωής και απαιτεί πολύ περισσότερη δουλειά από το να καταπιείς απλώς ένα χάπι.