|
|
|
Χαλκός και οπτικές ίνες
|
|
|
|
Τη δεκαετία του 1990, οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών άρχισαν να απλώνουν χιλιόμετρα καλωδίων οπτικών ινών προετοιμάζοντας το έδαφος για συνδέσεις Διαδικτύου εξαιρετικά μεγάλης ταχύτητας και άλλες «δεδομενοβόρες» εφαρμογές. Δυστυχώς, όμως, το να διανύσουν τα «λίγα τελευταία μέτρα» ―η πραγματοποίηση της σύνδεσης της κύριας οπτικής γραμμής με τις κατοικίες μας― αποδείχθηκε δυσβάσταχτο οικονομικά εγχείρημα, ώστε πολλές εταιρείες έβαλαν σωρηδόν τα σχέδιά τους στο ράφι, αφότου έσκασε η χρηματιστηριακή φούσκα του τεχνολογικού κλάδου το 2000.
Πέρυσι (2004), ωστόσο, ξεκίνησαν σοβαρές προσπάθειες να γεφυρωθεί το εναπομένον τελικό χάσμα, οι οποίες όμως δεν περιορίζονται όλες τους στη χρήση αποκλειστικά και μόνο οπτικών ινών. Για τους φορείς που εξακολουθούν να προτιμούν τη χρήση του χαλκού, διαμορφώνεται σιγά σιγά μια συμβιβαστική λύση σύμφωνα με την οποία το ρόλο του τελικού συνδετικού κρίκου αναλαμβάνει να εκτελέσει η τελευταία τεχνολογία DSL (ψηφιακή συνδρομητική γραμμή). Αυτά τα συστήματα, τα οποία ονομάζονται ενεργητικά δίκτυα επειδή περιλαμβάνουν ηλεκτρικά τροφοδοτούμενες ηλεκτρονικές διατάξεις, έχουν μεν μειονεκτήματα, επιτρέπουν ωστόσο στους φορείς, στους οποίους η ιδέα της εγκατάλειψης των χάλκινων δικτύων προκαλεί ρίγος, να προσφέρουν βραχυπρόθεσμες οικονομικές απαντήσεις στο ζήτημα των οπτικών ινών.
Η στροφή άρχισε με δύο ελλιπώς προβεβλημένα γεγονότα τού 2003. Πρώτον, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) των ΗΠΑ αποφάσισε ότι οι τοπικές εταιρείες τηλεφωνίας που εγκαθιστούν σύγχρονες γραμμές οπτικών ινών δεν θα πρέπει να τις μοιράζονται με τους ανταγωνιστές τους σε αναλογία που προκύπτει κατόπιν ρύθμισης ―δυνατότητα η οποία προέκυψε από το Νόμο περί Τηλεπικοινωνιών του 1996. Το δεύτερο γεγονός ήταν οικονομικής φύσεως ―το μέσο κόστος εγκατάστασης οπτικών ινών σε κατοικίες που βρίσκονται σε νέες «παρθένες» περιοχές από πλευράς τηλεπικοινωνιακής ανάπτυξης έπεσε σχεδόν στο κόστος εγκατάστασης μιας χάλκινης τηλεφωνικής γραμμής (δηλαδή μεταξύ 1.500 και 2.000 δολαρίων ανά κατοικία), επισημαίνει ο Stuart Benington, της Tellabs στη Νέιπερβιλ του Ιλινόις, έναν προμηθευτή τεχνολογίας επικοινωνιών. Κατά συνέπεια, το 2004, διάφορες εταιρείες τηλεφωνίας, ευελπιστώντας ότι θα ξεφύγουν από τη «βαλτωμένη αγορά», άρχισαν να ανακοινώνουν σχέδια για παροχή υπηρεσιών μεγάλης ταχύτητας που θα βασίζονταν στις οπτικές ίνες.
Σημαιοφόρος της εν λόγω εκστρατείας των συνδέσεων που θα διεκπεραιώνονται εξ ολοκλήρου μέσω οπτικών ινών, των επονομαζόμενων και παθητικών δικτύων (επειδή η μεταφορά του σήματος δεν απαιτεί τη συνδρομή ηλεκτρονικών διατάξεων), φαίνεται να είναι η Verizon Communications. Η εν λόγω εταιρεία σχεδιάζει να προσφέρει υπηρεσίες οπτικών ινών σε τουλάχιστον 3 εκατομμύρια κατοικίες ώς το τέλος του 2005. Στο αρχικό στάδιο της μεταφοράς δεδομένων προβλέπεται διαχωρισμός του σήματος (μέσω ενός πρίσματος) μιας καθιερωμένης γραμμής οπτικών ινών των 620 μεγαμπίτ ανά δευτερόλεπτο σε 32 συνδρομητικές γραμμές, καθεμία από τις οποίες μεταφέρει περίπου 19,38 μεγαμπίτ. Οι συνδρομητές που επιθυμούν ταχύτερες συνδέσεις μπορούν να λαμβάνουν το 1/6 της καθιερωμένης γραμμής, δηλαδή περίπου 100 μεγαμπίτ.
Αντίθετα, η SBC Communications και η BellSouth υιοθέτησαν μια φθηνότερη λύση αφήνοντας τη χάλκινη γραμμή στη θέση της ως το «τελευταίο τμήμα» για σύνδεση DSL. Η επιτυχία των ενεργητικών δικτύων εξαρτάται από το πόσο κοντά καταφέρνουν να φέρουν τις οπτικές ίνες στις συνδέσεις DSL —η ταχύτητα των οποίων εξαρτάται πολύ από την απόσταση. Η τελευταία τεχνολογία DSL μπορεί να προσφέρει μέχρι και 25 μεγαμπίτ σε κατοικίες που απέχουν λιγότερο από 1,5 χιλιόμετρο από τον κόμβο του δικτύου, προσφορά συγκρίσιμη με αυτή της Verizon ―η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε οπτικές ίνες. Περαιτέρω βελτιώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση αυτής της τιμής στα 100 μεγαμπίτ για αποστάσεις που δεν ξεπερνούν τα 150 μέτρα από τον κόμβο, σημειώνει ο Jay Fausch, διευθυντής μάρκετινγκ της Alcatel, του τηλεπικοινωνιακού κολοσσού με έδρα το Παρίσι.
Σε κάθε περίπτωση, με την κατάλληλη συμπίεση δεδομένων, ένα κανάλι των 25 μεγαμπίτ θα πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει στον καταναλωτή ένα κανάλι τηλεόρασης υψηλής ευκρίνειας μαζί με διάφορα κανάλια καθιερωμένης ευκρίνειας, και επιπλέον υπηρεσίες δεδομένων και τηλεφωνικές υπηρεσίες, δηλώνει ο Benington. (Τα συστήματα που βασίζονται εξ ολοκλήρου στις οπτικές ίνες δεν απαιτούν τέτοιου είδους συμπίεση, διότι το τηλεοπτικό σήμα μπορεί απλώς να διοχετευθεί στην ίδια ίνα αλλά με διαφορετική συχνότητα.) Η SBC οραματίζεται την προσφορά υπηρεσιών ενεργητικών δικτύων βασιζόμενων στην τεχνολογία DSL σε 17 εκατομμύρια συνδρομητές μέχρι το τέλος του 2007.
Στο τέλος, όμως, η υβριδική προσέγγιση DSL/οπτικών ινών μπορεί απλώς να ανοίξει την όρεξη των καταναλωτών για υπηρεσίες που θα βασίζονται εξ ολοκλήρου στις οπτικές ίνες, ιδιαίτερα καθώς θα επιτυγχάνεται η αναβάθμιση των δυνατοτήτων τους ―το μέγιστο των 100 μεγαμπίτ που προσφέρει η Verizon αντιστοιχεί μόλις στο 1 εκατομμυριοστό της θεωρητικής χωρητικότητας των οπτικών ινών. Μάλιστα, και η SBC σχεδιάζει την προσφορά υπηρεσιών εξ ολοκλήρου βασισμένων στις οπτικές ίνες, όμως μόνο για συνδρομητές σε «παρθένες» περιοχές από πλευράς τηλεπικοινωνιακής υποδομής, οι οποίες συνολικά μπορεί να ανέρχονται στο 1 εκατομμύριο. Αλλά και η Qwest Communications εξετάζει την ανάπτυξη παθητικών δικτύων σε ανάλογες περιοχές.
Εν τω μεταξύ, περίπου 200 αμερικανικές πόλεις εγκατέλειψαν τον ιδιωτικό τομέα και προχώρησαν μόνες τους στην εγκατάσταση δικτύων οπτικών ινών. Τελικά, φαίνεται ότι η επικράτηση των οπτικών ινών είναι σίγουρη. Οι εταιρείες τηλεφωνίας ανακαινίζουν τις γραμμές τους με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 3%, παρατηρεί ο αναλυτής Michael Howard της Infonetics Research στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνιας. Επομένως, οι οπτικές ίνες θα πρέπει να αρχίζουν να αντικαθιστούν το χαλκό με τον ίδιο τουλάχιστον ρυθμό.
|
|
|
|
|