Οκτώβριος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Όχι πια αγνοούμενοι
Τούζλα, Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η Cheryl Katzmarzyk, ειδική στην ιατροδικαστική ανθρωπολογία, στέκεται πάνω από τρία μεταλλικά τραπέζια, το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ εκατοντάδες οστά δακτύλων απλώνονται τακτοποιημένα μπροστά της. Τα μετακάρπια είχαν πρόσφατα βρεθεί πεταμένα σε έναν ομαδικό τάφο· ανακατεμένα υπολείμματα, που είχαν ξεθαφτεί και μετακινηθεί κάμποσες φορές, σε μια προσπάθεια συγκάλυψης μιας σφαγής. «Είναι γύρω στα 22 άτομα εδώ», υπολογίζει ―μέρος των περίπου 8.000 βόσνιων ανδρών και αγοριών που σκοτώθηκαν στη Σρεμπρένιτσα μόνο.

Επί 10 χρόνια, η Διεθνής Επιτροπή Αγνοουμένων (ICMP) συγκέντρωνε στοιχεία για τους 40.000 πολίτες που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων οι οποίοι ακολούθησαν τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Οι αρχαιολόγοι τής ICMP βοηθούν στον εντοπισμό των σημείων ταφής και στις εκταφές. Μετά, η Katzmarzyk και άλλοι ανθρωπολόγοι συνεργάζονται με μοριακούς βιολόγους εφαρμόζοντας υψηλότατου επιπέδου τεχνικές με σκοπό την ανασύνδεση και την ταυτοποίηση των πτωμάτων. Πρόκειται για επίπονη διαδικασία: Οι σοροί, κυρίως ανδρών της ίδιας περίπου ηλικίας, είναι θαμμένες χρόνια τώρα. Αποσυντεθειμένα μέλη θα μπορούσαν να βρίσκονται διασκορπισμένα σε πέντε διαφορετικούς τάφους και ανακατεμένα με άλλα μέλη.

Η έρευνα για την ταυτοποίηση των θυμάτων ξεκίνησε το 1992, όταν τα Ηνωμένα Έθνη ζήτησαν από το σύμβουλο ιατροδικαστή William Haglund και μια ομάδα των Γιατρών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (PHR) να ερευνήσουν κάποιον ομαδικό τάφο στην Κροατία. Τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψαν για να τεκμηριώσουν εγκλήματα πολέμου στην περιοχή τής Σρεμπρένιτσα και να συλλέξουν δεδομένα ώστε να διασταυρωθούν οι αγνοούμενοι με τις σορούς που είχαν εκταφεί. Αρχικά, οι οικογένειες αντιδρούσαν, επιμένοντας ότι οι συγγενείς τους ήταν ζωντανοί, θυμάται ο Haglund. Οι ερευνητές έπρεπε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους και να υποστηρίξουν το ενδεχόμενο της πιθανής ταυτοποίησης, προτού ζητήσουν κάποιο δείγμα αίματος. Όλα αυτά όμως οδήγησαν σε καθυστερήσεις στη συλλογή τού DNA και την αποστολή του στο εξωτερικό, καθώς και σε πολλές λανθασμένες πιθανές ταυτοποιήσεις.

Πέραν τούτου, ο πρωταρχικός σκοπός της έρευνας καθαυτής ήταν η άσκηση δίωξης και όχι η ταυτοποίηση. Το 1996, η σύνοδος κορυφής τής G7 στη Λυών της Γαλλίας αποφάσισε την ίδρυση ενός διεθνούς εργαστηρίου το οποίο θα επικεντρώνεται στην έρευνα αγνοουμένων και θα μπορεί να διεξάγει επιτόπιες αναλύσεις DNA. Αρκετοί, ωστόσο, ήταν επιφυλακτικοί ως προς την επιτυχία της νεοσύστατης τότε Διεθνούς Επιτροπής Αγνοουμένων. «Αυτό οφειλόταν στη δικαιολογημένη ανησυχία ότι το πρόγραμμα ταυτοποίησης μέσω DNA θα μπορούσε να δημιουργήσει προσδοκίες στις οικογένειες των αγνοουμένων, στις οποίες να μην μπορεί να ανταποκριθεί», θυμάται ο Eric Stover, διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, ο οποίος ήταν μέλος της ιατροδικαστικής ομάδας στην Κροατία. Τώρα, όπως μας λέει, το έργο τής ICMP αποτελεί υπόδειγμα για παρόμοιες προσπάθειες και σε άλλες χώρες.

Η πρόοδος ήταν όντως αργή έως πριν από έξι χρόνια, όταν η ICMP πέρασε στην «τυφλή» ανάλυση αποτυπωμάτων DNA. Τώρα, οι επιστήμονες δεν ξεκινούν με οικογενειακές συνεντεύξεις και ανθρωπολογικές μελέτες αλλά με γενετική ανάλυση των πτωμάτων. Οι τεχνικοί με κόπο αποσπούν όσο DNA μπορούν από ένα οστό και έπειτα συγκρίνουν 16 δείκτες σε μια βάση δεδομένων με το γενετικό προφίλ 80.000 επιζώντων που έχασαν κάποιο μέλος της οικογένειάς τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο υψηλότερο σημείο αποδοτικότητας που είχαμε πετύχει ποτέ», λέει ο Tom Parsons, ο οποίος έγινε διευθυντής τής ICMP τον Μάρτιο. Στις αρχές Ιουλίου, λίγο μετά τα δέκατα γενέθλιά της, η ICMP ολοκλήρωσε τις 10.000 ταυτοποιήσεις. Ο Parsons προσδοκεί τα αποτελέσματα σύντομα να φτάνουν τις 5.000 ανά έτος.

Για να μπορέσει να συναρμόσει τα πτώματα της Σρεμπρένιτσα, η Katzmarzyk προσπαθεί να «ταιριάζει» αποτυπώματα DNA οστό προς οστό, βασιζόμενη σε μόλις 6 δείκτες. Δουλεύοντας με μια ομάδα εσωτερικών συνεργατών και με τη βοήθεια των ντόπιων, επανασυναρμολογεί όσο περισσότερο γίνεται το σκελετό. Μέλη της ομάδας ελέγχουν τη συμφωνία στο μήκος και την αντοχή των οστών, ενώ διασφαλίζουν και το ότι τυχόν ανωμαλίες τους, όπως λόγου χάρη ρευματοειδής αρθρίτιδα, εμφανίζονται στα δύο γόνατα και όχι μόνο στο ένα. Υπολογίζουν την ηλικία και το ανάστημα, βασισμένοι στα γνωστά δεδομένα για την ανάπτυξη και τον εκφυλισμό των οστών στον βοσνιακό πληθυσμό. Τότε δείγμα οστού πηγαίνει για γενετικό «ταίριασμα» με βάση τα δεδομένα των οικογενειών. Χωρίς την ανάλυση DNA, λέει η ανθρωπολόγος Laura Yazedjian, «αυτός ο άνθρωπος θα είχε μείνει για πάντα χωρίς όνομα». Έπειτα και από συμπληρωματική επιβεβαίωση, όπως ερωτήσεις των οικογενειών για το αν αναγνωρίζουν το ρουχισμό, ένας παθολογοανατόμος, διορισμένος από δικαστική αρχή, αναλαμβάνει τη συνεργασία με την οικογένεια, η οποία πρέπει να δηλώσει τον αγνοούμενο ως θανόντα.

Η πολιτική κατάσταση μόνο σταθεροποιημένη δεν είναι στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καθώς υποβόσκουν εθνοτικές και εθνικιστικές εντάσεις. Ο Parsons ανησυχεί ότι το διεθνές ενδιαφέρον θα μπορούσε να ατονήσει προτού ολοκληρωθεί ο στόχος, αν και θεωρεί πως η ανεύρεση των αγνοουμένων συνιστά κεντρικό σημείο για την κοινωνική ανοικοδόμηση. Όχι μόνο επιτρέπει στις οικογένειες να μάθουν επιτέλους την αλήθεια, αλλά φέρνει και τον καθένα αντιμέτωπο με αδιάσειστες στατιστικές. Στη Σρεμπρένιτσα κάποιοι επιμένουν ακόμα ότι μόνο 2.300 άτομα σκοτώθηκαν σε μια καθαρή στρατιωτική μάχη. Όμως τα στοιχεία των τάφων καταμαρτυρούν μια διαφορετική ιστορία. Όπως το θέτει ο Parsons: «Ενώ 10 χρόνια πριν μιλούσαμε για ανθρώπους που είχαν οδηγηθεί στην εξόντωση και είχαν στοιβαχτεί σε ομαδικούς τάφους, τώρα μπορούμε να μιλάμε για οικογένειες που ανέκτησαν τα δικαιώματά τους, τα σπίτια τους, την κοινωνικοοικονομική τους θέση.» Η ιατροδικαστική έρευνα, μέσω της ανάλυσης DNA, αποκαθιστά την ανθρωπιά όχι μόνο για τους νεκρούς, απ’ ό,τι φαίνεται, αλλά επίσης και για τους ζωντανούς.