|
|
|
Απενεργοποίηση των κυττάρων Τ
|
|
|
|
O ιός HIV είναι ολέθριος για τον οργανισμό επειδή επιτίθεται στο αμυντικό του σύστημα καταστρέφοντάς το, αφήνοντας έτσι τους ασθενείς μοιραία εκτεθειμένους σε παθογόνα μικρόβια. Γιατί λοιπόν αυτή η εμμονή των επιστημόνων να επιζητούν τρόπους θεραπείας των οροθετικών ασθενών με φάρμακα που καταστέλλουν την άνοση δράση; Τέτοιες θεραπείες ίσως προσφέρουν πράγματι μια νέα προσέγγιση στον αγώνα κατά του AIDS. Ένα απροσδόκητο χαρακτηριστικό της λοίμωξης με HIV είναι ότι, κατά τις πρώτες εβδομάδες ύστερα από αυτή, ο ιός χρησιμοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα για την αναπαραγωγή του και το εξουθενώνει. Ειδικότερα, τα ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα Τ —οι «στρατιώτες» που μάχονται κατά των μικροβίων— όχι μόνον παράγουν μεγάλες ποσότητες κυτταροκινών (χημικών αγγελιαφόρων που βοηθούν στο συντονισμό μιας «αντεπίθεσης») αλλά εισέρχονται και στον κυτταρικό κύκλο, τη διαδικασία που φυσιολογικά οδηγεί στην κυτταρική διαίρεση και τον πολλαπλασιασμό. Κατά τη λοίμωξη με HIV, ωστόσο, μια υποκατηγορία κυττάρων Τ που ονομάζονται CD4+ λεμφοκύτταρα Τ (αποκαλούνται έτσι διότι φέρουν ένα μόριο που ονομάζεται CD4 και ωριμάζουν στον θύμο αδένα) φαίνεται ότι εισέρχονται στον κυτταρικό κύκλο και υφίστανται απόπτωση (κυτταρική αυτοκτονία) σε τεράστιους αριθμούς. Ο υποπληθυσμός των ενεργοποιημένων CD4+ κυττάρων Τ βοηθά επίσης τον ιό να πολλαπλασιαστεί. [Τα κύτταρα αυτά στη φυσιολογική τους μορφή λειτουργούν σαν «αξιωματικοί στις ένοπλες δυνάμεις» του ανοσοποιητικού συστήματος, υπεύθυνα για την εξαπόλυση των «μάχιμων στρατευμάτων» του συστήματος εναντίον των νοσογόνων μικροοργανισμών. Μερικές φορές, ωστόσο, τα κύτταρα αυτά στρέφονται εναντίον στοιχείων του ίδιου του οργανισμού.] Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν τον ακριβή τρόπο με τον οποίο ο HIV προκαλεί την ενεργοποίηση και συντριβή του πληθυσμού των CD4+ κυττάρων Τ. Γνωρίζουν ότι η μεγάλη μείωσή του είναι χαρακτηριστική της λοίμωξης HIV/ΑIDS και τη χρησιμοποιούν στην πρόγνωση της νόσου. Γνωρίζουν επίσης ότι, όταν απουσιάζει η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η εξέλιξη της νόσου είναι πολύ διαφορετική. Πουθενά δεν είναι ευκρινέστερο αυτό απ’ ό,τι στα πειράματα με πιθήκους. O κερκόκηβος που απαντά στη δυτική Αφρική (Cercocebus atys) έχει κατά κάποιον τρόπο προσαρμοστεί στον ιό ανοσολογικής ανεπάρκειας του πιθήκου (SIV) —την παραλλαγή του ιού που προσβάλλει τα πιθηκοειδή—, έτσι ώστε ακόμα και με ένα υψηλό ιικό φορτίο σπάνια ασθενεί. Αντιθέτως, ο ασιατικός μακάκος ρέζους συνήθως αναπτύσσει ένα σύνδρομο που προσομοιάζει του AIDS. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών πρωτευόντων είναι ότι τα επίπεδα ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού στον κερκόκηβο είναι αρκετά χαμηλά, και ενδεχομένως αυτό να περιορίζει τον αποδεκατισμό του πληθυσμού των κυττάρων Τ και την αναπαραγωγή του ιού. Αντίθετα, το ανοσοποιητικό σύστημα του μακάκου ρέζους, όπως και εκείνο του ανθρώπου, είναι ιδιαίτερα ενεργό κατά τα πρώιμα στάδια της λοίμωξης. Η ανωτέρω παρατήρηση οδήγησε τους ερευνητές να αναρωτηθούν τι θα συνέβαινε αν το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου συμπεριφερόταν όπως εκείνο του κερκόκηβου στην αντιμετώπιση του ιού. Τα πειράματα έχουν καταδείξει ότι η παρεμπόδιση της αναπαραγωγής του ιού με αντιιικά φάρμακα μειώνει την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και αυξάνει τον αριθμό των CD4+ κυττάρων Τ. Το επόμενο βήμα θα ήταν μια ανοσοκατασταλτική θεραπεία, η οποία θα επιβράδυνε την αναπαραγωγή του ιού περιορίζοντας την ενεργοποίηση των κυττάρων Τ και παρεμποδίζοντας τον κυτταρικό θάνατο των CD4+ κυττάρων Τ. « Ίσως αν χορηγούσαμε αντιικά φάρμακα και αποκλείαμε τα προς τα κάτω μονοπάτια που προωθούν την ανανέωση των λεμφοκυττάρων Τ, να μπορούσαμε να ενισχύσουμε την αποκατάσταση των CD4+ κυττάρων Τ και τη λειτουργία των κυττάρων Τ» λέει ο Michael Lederman, διευθυντής Έρευνας για το AIDS στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve (Οχάιο). Πολλές ομάδες σε όλο τον κόσμο διερευνούν αυτή την ασυνήθιστη προσέγγιση, με ανάμικτα αποτελέσματα. Ο Lederman και οι συνάδελφοί του έκαναν κλινικά πειράματα το 2001 και το 2003 για το κορτικοστεροειδές πρεδνιζόνη σε συνδυασμό με αντιρετροϊική θεραπεία. Η θεραπευτική αυτή αγωγή κατάφερε να παρεμποδίσει την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά απέτυχε να επηρεάσει τους πληθυσμούς των CD4+ κυττάρων Τ. Μια ευρωπαϊκή ομάδα τα κατάφερε καλύτερα με την κυκλοσπορίνη Α. Σε ένα κλινικό πείραμα με 9 ασθενείς —και ένα μεταγενέστερο με σχεδόν 80 ασθενείς— οι τιμές των CD4+ κυττάρων Τ επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα έπειτα από οκτώ εβδομάδες χορήγησης κυκλοσπορίνης Α και αντιρετροûικής θεραπείας, λέει ο ανοσολόγος Giuseppe Pantaleo, του Πανεπιστημίου της Λωζάνης στην Ελβετία, από τους κυριότερους επιστήμονες του πειράματος. «Πραγματικά μας εξέπληξε το μέγεθος της επενέργειας στα CD4+ κύτταρα Τ» προσθέτει. Τα αποτελέσματα της έρευνας του Pantaleo έρχονται σε πλήρη αντίθεση με ορισμένες προηγούμενες προσπάθειες. Το 1989, καναδοί ερευνητές χορήγησαν κυκλοσπορίνη σε ασθενείς με AIDS, με δυσάρεστες συνέπειες. Οι ασθενείς δεν εμφάνισαν μόνο σοβαρά συμπτώματα τοξικότητας από τη θεραπεία, αλλά παρουσίασαν επίσης και κατακόρυφη πτώση των επιπέδων λεμφοκυττάρων Τ. Ως εκ τούτου, ο σωστός συγχρονισμός φαίνεται να έχει κρίσιμη σημασία σε αυτού του είδους την αντιμετώπιση του HIV. «Κατά την άποψή μου, η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρόνια λοίμωξη, διότι μετά την εδραίωση της λοίμωξης οι μηχανισμοί ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος γίνονται πολύ πιο περίπλοκοι» δηλώνει ο Martin Markowitz, πρωτοβάθμιος ερευνητής στο Ερευνητικό Κέντρο Aaron Diamond για το AIDS στη Νέα Υόρκη. «Δεν νομίζω ότι θα ήθελε κανείς να χρησιμοποιήσει ανοσοκατασταλτικά φάρμακα σε μια νόσο που χαρακτηρίζεται από προϊούσα ανοσοκαταστολή». Ο Markowitz και οι συνάδελφοί του έχουν, αντίθετα, ως στόχο τούς οροθετικούς για HIV ασθενείς στην πρώιμη οξεία φάση της λοίμωξης. Επειδή σε προηγούμενες μελέτες η αύξηση του αριθμού των CD4+ κυττάρων Τ παρατηρήθηκε λίγο μετά τη χορήγηση κυκλοσπορίνης, η ομάδα χρησιμοποιεί μικρές δόσεις κυκλοσπορίνης και ένα μικρό διάστημα αγωγής τεσσάρων εβδομάδων, λέει ο Markowitz. Τα αποτελέσματα αυτής της δοκιμής σε 45 περίπου ασθενείς αναμένονται περί τα τέλη του έτους [2008]. Αυτή η καινοτόμος γραμμή επίθεσης κατά του HIV βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, και η επιστημονική κοινότητα διατηρεί τις επιφυλάξεις της. Αλλά καθώς αυξάνεται η αντοχή στα αντιρετροϊικά φάρμακα, μπορεί η ανοσοκαταστολή να αποδειχθεί ένα ακόμη απαραίτητο εργαλείο στο οπλοστάσιό μας κατά του HIV.
|
|
|
|
|