Οκτώβριος 2004
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Η Γη σκοτεινιάζει
Προς μεγάλη τους έκπληξη, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τις τελευταίες δεκαετίες στην επιφάνεια της Γης φθάνει λιγότερο ηλιακό φως. Ο Ήλιος βέβαια δεν σκοτεινιάζει, αλλά τα σύννεφα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και τα αερολύματα είναι που εμποδίζουν τη διέλευση της ακτινοβολίας του μέχρι τη γήινη επιφάνεια. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι το παραπάνω φαινόμενο μπορεί να αλληλεπιδράσει με αυτό της παγκόσμιας θέρμανσης κατά τρόπους που έως τώρα δεν είχαν εκτιμηθεί.

«Είναι κάτι που αγνοούσαμε» δηλώνει ο Shabtai Cohen, του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Επιστημών στο Μπετ Νταγκάν του Ισραήλ, «και παίρνει αρκετό χρόνο για να αποκτήσεις υποστηρικτές στην επιστημονική κοινότητα». Ο Gerald Stanhill, συνάδελφος του Cohen, δημοσίευσε για πρώτη φορά πριν από 15 χρόνια αποτελέσματα που αφορούσαν τη μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος.

Οι εκτιμήσεις για το εν λόγω φαινόμενο ποικίλλουν, ωστόσο το «μέγεθός του μας έχει εκπλήξει όλους» σχολιάζει ο κλιματολόγος Veerabhadran Ramanathan, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο. Οι Stanhill και Cohen υπολόγισαν την εξασθένιση του φωτισμού της γήινης επιφάνειας στο 2,7% ανά δεκαετία, για την περίοδο από το 1958 ώς το 1992. Με άλλα λόγια, η μείωση του φωτισμού ανέρχεται ετησίως στο 0,5 βατ ανά τετραγωνικό μέτρο, ή περίπου στο 1/3 (όσον αφορά το μέγεθος) της αντίστοιχης θέρμανσης που λαμβάνει χώρα λόγω της συσσώρευσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.

Μια ξεχωριστή ανάλυση που διεξήγαγε η κλιματολόγος Beate Liepert και οι συνεργάτες της, στο Πανεπιστήμιο Columbia, παρουσιάζει αντίστοιχη εξασθένιση 1,3% ανά δεκαετία για την περίοδο μεταξύ 1961 και 1990, η οποία ήταν ιδιαίτερα έντονη στη Βόρεια Αμερική. Πρόκειται δηλαδή για συνολική μείωση της τάξεως των 18 βατ ανά τετραγωνικό μέτρο, σε σχέση με το φωτισμό των περίπου 200 βατ ανά τετραγωνικό μέτρο της επιφάνειας της Γης.

Η μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος, η οποία ενίοτε ονομάζεται παγκόσμια εξασθένιση φωτισμού (global dimming), ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή, ενώ ακόμα δεν έχουν διεξαχθεί μετρήσεις πάνω από τους ωκεανούς. Η μείωση αυτή έχει συναχθεί επίσης και από τους ρυθμούς εξάτμισης ανά τον πλανήτη ―η ποσότητα νερού που εξατμίζεται από ειδικά βαθμονομημένες φυσικές λεκάνες μειώνεται στο Βόρειο Ημισφαίριο για τουλάχιστον εδώ και 5 δεκαετίες. Στη συνεδρίαση της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης που έγινε τον φετινό Μάιο στο Μόντρεαλ, οι Michael Roderick και Graham Farquhar του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας παρουσίασαν αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω ανακάλυψη και στο Νότιο Ημισφαίριο.

Κύριος ένοχος φαίνεται ότι είναι τα αερολύματα ―σωματίδια διαστάσεων μικρομέτρου (ή ακόμα μικρότερα) που αποτελούνται από θειικές ενώσεις, οργανικό άνθρακα και αιθάλη, σκόνη, ακόμα και θαλασσινό αλάτι. Τα αερολύματα συνδέονται ήδη με τάσεις μείωσης της θερμοκρασίας, όπως αυτές που παρατηρήθηκαν μεταξύ 1945 και 1975. Εκτός από την αποτροπή της περαιτέρω αύξησης των θερμοκρασιών, τα αερολύματα καθιστούν τα μοντέλα της παγκόσμιας θέρμανσης ακόμα πιο περίπλοκα (βλ. το άρθρο του παρόντος τεύχους «Εξουδετερώνοντας την ωρολογιακή βόμβα της παγκόσμιας θέρμανσης»). Τα σωματίδια αυτά δρουν ως πυρήνες συμπύκνωσης νεφών αυξάνοντας τη νέφωση ―φαινόμενο που συχνά ονομάζεται έμμεσο αερολυματικό φαινόμενο―, η οποία προκαλεί μεγαλύτερη ανάκλαση και απομάκρυνση της ηλιακής ακτινοβολίας.

Αλλά η παγκόσμια εξασθένιση φωτισμού έχει επιπτώσεις και στον υδρολογικό κύκλο. Σύμφωνα με τη συμβατική, καθιερωμένη γνώση, οι υψηλότερες θερμοκρασίες παγκοσμίως σημαίνουν ότι από τις θάλασσες εξατμίζεται περισσότερο νερό, το οποίο επιστρέφει στη γη ως βροχή. Όμως, σύμφωνα με τις προσομοιώσεις τής Liepert, σε έναν πλανήτη που «συσκοτίζεται» από αερολύματα και σύννεφα, οι υδρατμοί και η βροχή μένουν στην ατμόσφαιρα μισή μέρα περισσότερο απ’ ό,τι σε έναν πλανήτη δίχως αερολύματα. «Όλη αυτή η συζήτηση περί παγκόσμιας θέρμανσης διεξάγεται επί τη βάσει θερμοκρασιών» επισημαίνει η Liepert. «Θεωρώ, όμως, ότι η συζήτηση πρέπει ουσιαστικά να διεξαχθεί με όρους ενεργειακού και υδρολογικού ισοζυγίου.»

Ο Cohen σημειώνει ότι το φαινόμενο μείωσης της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στις αγροκαλλιέργειες ―ως γενικός εμπειρικός κανόνας αναφέρεται ότι η αγροτική παραγωγικότητα των ηλιόφιλων φυτών, όπως είναι οι πιπεριές και οι τομάτες, πέφτει κατά 1% για κάθε 1% εξασθένιση του φωτισμού στο έδαφος. Ωστόσο, μερικά φυτά αποδίδουν καλύτερα υπό λιγότερο, διάχυτο ηλιακό φως.

Προς το παρόν, οι επιστήμονες εξακολουθούν να συλλέγουν δεδομένα για την παγκόσμια εξασθένιση φωτισμού και να προβληματίζονται για τις κλιματολογικές της επιπτώσεις. «Το έργο μας προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολο» δηλώνει ο Ramanathan, επισημαίνοντας τις παραδοξότητες των αποτελεσμάτων, διότι «αγνοούμε την ποιότητα και αξιοπιστία των διάφορων μετρήσεών μας.»