Η ισταμίνη είναι στους περισσότερους γνωστή ως η ορμόνη των αλλεργιών που ευθύνεται για τη φλεγμονή, τη ρινική καταρροή, τη δακρύρροια και τη σύσπαση των αεραγωγών. Αλλά φαίνεται ότι εμπλέκεται επιπλέον και στην αϋπνία. Κύτταρα που περιέχουν ισταμίνη, μαζί με νορεπινεφρίνη και σεροτονίνη, είναι δραστήρια κατά την αγρύπνια και ανενεργά στον ύπνο. Για να διασαφηνισθεί ο ρόλος που παίζουν τα τρία αυτά μόρια κατά την απώλεια τόσο της συνείδησης όσο και του μυϊκού τόνου στη διάρκεια του ύπνου, οι επιστήμονες εξέτασαν σκύλους σε κατάσταση ναρκοληψίας. Οι ναρκοληπτικοί συνήθως υφίστανται καταπληξία, τα σώματά τους παραλύουν, ενώ οι ίδιοι διατηρούν τις αισθήσεις τους. Η δραστηριότητα των κυττάρων λόγω ισταμίνης συνέχιζε στη διάρκεια της καταπληξίας, υποδηλώνοντας ότι το μόριο αυτό έχει σχέση με την αγρύπνια· αντίθετα, η κυτταρική δραστηριότητα η σχετική με τη νορεπινεφρίνη και τη σεροτονίνη σταματούσε όσο διαρκούσε η καταπληξία, δείχνοντας έτσι τη σύνδεση αυτών των μορίων με τον μυϊκό τόνο. Τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε φάρμακα με τα οποία να επάγεται ύπνος ή να αυξάνεται η εγρήγορση. Εύκολα, επίσης, εξηγείται γιατί με τα αντιισταμινικά φάρμακα πυροδοτείται η υπνηλία.