|
|
|
Ασφαλής ορμονοθεραπεία
|
|
|
|
Πριν από μία πενταετία, μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες σε κατάσταση πανικού πετούσαν τα ορμονικά χάπια τους μετά την αποκάλυψη ότι εξαιτίας των συγκεκριμένων σκευασμάτων αυξανόταν ο κίνδυνος για καρκίνο του μαστού και στεφανιαία νόσο. Το 2006, μόνο σε 6 εκατομμύρια γυναίκες στις ΗΠΑ συνταγογραφήθηκαν ορμόνες σε σχέση με τα 16 εκατομμύρια του 2001. Έδειχνε να έχει έρθει το τέλος της ορμονοθεραπείας, ειδικά σε σχέση με την άλλοτε κοινή αντίληψη ότι με τη λήψη ορμονών προστατεύονταν οι γηραιότερες από καρδιαγγειακές διαταραχές και τα άλλα δεινά της γήρανσης.
Σύμφωνα όμως με φετινές δημοσιεύσεις από τους ερευνητές οι οποίοι απηύθυναν την αρχική προειδοποίηση, φαίνεται ότι για τις περισσότερες γυναίκες η λήψη ορμονών αμέσως μετά την έναρξη της εμμηνόπαυσης ―περίπου εντός δεκαετίας― είναι ασφαλής. Με βάση αυτά τα δεδομένα, μάλιστα, προτείνεται ακόμη ότι η ορμονοθεραπεία σε διάρκεια μικρότερη της δεκαετίας ίσως βελτιώνει την υγεία κάποιων γυναικών από το να μην τους προσφέρει κάτι.
Ο σάλος σχετικά με την ορμονοθεραπεία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2002, όταν ερευνητές συνεργαζόμενοι με την Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών (WHI) παρουσίασαν σχετική έκθεση με τις παρατηρήσεις τους σε 17.000 περίπου συμμετέχουσες: Σε όσες γυναίκες λάμβαναν έναν συγκεκριμένο συνδυασμό οιστρογόνων και συνθετικής προγεστερόνης, έγραφαν, σημειωνόταν μικρή αύξηση καρκίνου του μαστού. Οι ερευνητές του WHI διαπίστωναν επίσης αύξηση στα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, τις πνευμονικές εμβολές και της στεφανιαίας νόσου [βλ. «Ορμονική υστερία», Scientific American - Ελληνική Έκδοση, Δεκέμβριος 2003, σελ. 11]. Από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ, τα οποία διαχειρίζονται την WHI, κοινοποιήθηκε τότε ότι απαιτούνταν η προσεκτική εξέταση των ατόμων που συμμετείχαν, και αιφνίδια διακόπηκαν οι όποιες δοκιμές. (Σε επιδημιολογικές μελέτες που ανακοινώθηκαν εφέτος [2007], παρατηρήθηκε μείωση στα ποσοστά καρκίνου του μαστού, μολονότι από κάποια στοιχεία προκύπτει ότι στην πραγματικότητα η ελάττωση ξεκίνησε πριν από τη διακοπή).
Το 2004, ωστόσο, η αντίληψη για την ορμονοθεραπεία άρχισε να βελτιώνεται. Από την WHI δημοσιεύθηκαν νέα κλινικά δεδομένα για γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε υστερεκτομή (χειρουργική αφαίρεση της μήτρας) και λάμβαναν μόνο οιστρογόνα. (Επειδή με τα οιστρογόνα προάγεται ο καρκίνος της μήτρας, οι γυναίκες που φέρουν μήτρα συχνά λαμβάνουν επίσης και κάποια μορφή προγεστερόνης, η οποία δρα προστατευτικά κατά της νόσου.) Η δοκιμή με τα οιστρογόνα επίσης διεκόπη νωρίς, εξαιτίας αυτή τη φορά μιας μικρής αύξησης στα εγκεφαλικά επεισόδια. Αλλά το εντυπωσιακό ήταν ότι σε αυτές τις γυναίκες παρατηρούνταν λιγότερες καρδιακές προσβολές, και ακόμη λιγότερα περιστατικά καρκίνου του μαστού, σε σχέση με όσες γυναίκες λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Μεταξύ 3.310 γυναικών ηλικίας 50 έως 59 ετών, με τις μισές περίπου να ακολουθούν την αγωγή με τα οιστρογόνα και τις άλλες μισές με το εικονικό φάρμακο, ανέπτυξαν στεφανιαία νόσο 16 από τις γυναίκες-χρήστες οιστρογόνων συγκριτικά με τις 29 από την ομάδα του εικονικού φαρμάκου• σε ό,τι αφορά τον καρκίνο του μαστού, τον ανέπτυξαν 35 γυναίκες-χρήστες εικονικού φαρμάκου και συγκριτικά μόλις 25 από την ομάδα των οιστρογόνων.
Το ότι η ηλικία επηρεάζει τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκε νωρίτερα εφέτος, όταν οι ερευνητές της WHI ανέλυσαν εκ νέου τα αρχικά τους δεδομένα και τα συνδύασαν με τους αριθμούς της ομάδας οιστρογόνων. Εκτός του ότι επιβεβαιώθηκε ο μειωμένος κίνδυνος για καρδιακή νόσο, καταδείχθηκε επίσης ότι η ανταπόκριση στην ορμονοθεραπεία εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας και τα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση. Ακόμη και η αναπόφευκτη αύξηση στα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και τις θρομβοεμβολές ήταν μικρότερη στις γυναίκες μικρότερης ηλικίας (κάτω των 70 ετών). Στις γυναίκες άνω των 70, τα ποσοστά καρδιακής νόσου ήταν ίδια είτε λάμβαναν οιστρογόνα είτε εικονικό φάρμακο.
Ενθυμούμενος τις συνέπειες από την αναφορά του 2002, ο Jacques Rossouw, ο οποίος διευθύνει τις κλινικές δοκιμές της WHI, αναγνωρίζει ότι οι γυναίκες ηλικίας κάτω των 60 ετών οι οποίες θα αποτελούσαν κατάλληλες υποψήφιες για ορμονοθεραπεία ―λόγου χάρη, όσες υποφέρουν από βαριές εξάψεις― τράπηκαν σε φυγή μαζί με τις μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. «Εικάζω ότι οι γυναίκες απλώς φοβήθηκαν την ορμονοθεραπεία γενικώς, άσχετα με τους λόγους για τους οποίους την ακολουθούσαν», τονίζει. «Εκ των υστέρων θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως θα έπρεπε να έχουμε τονίσει ιδιαίτερα τη λογική χρήση ακόμη περισσότερο.» Ίσως και η αιφνίδια διακοπή της μελέτης να ενίσχυσε τους φόβους. «Μάλλον δεν έπρεπε να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα», παρατηρεί η Marcia Stefanick, του Πανεπιστημίου Stanford και ερευνήτρια της WHI. «Δεν ήταν κάτι το επείγον, ότι οι άνθρωποι απειλούνταν άμεσα από κάτι σοβαρό εξαιτίας των δυσμενών αποτελεσμάτων.»
Ο Wulf Utian, διευθυντικό στέλεχος της Εταιρείας για την Εμμηνόπαυση στη Βόρεια Αμερική (ΝΑΜS), επικρίνει τους ερευνητές τής WHI, διότι, όπως το θέτει, «πάντοτε στα δεδομένα τους έβλεπαν το ποτήρι μισοάδειο». Ο Utian επίσης σημειώνει ότι, μεταξύ 2002 και 2004, οι δηλώσεις στον Τύπο ή οι όποιες συνεντεύξεις ήταν πολύ πιο αρνητικές από τα ίδια τα συμπεράσματα στις επίσημες επιστημονικές δημοσιεύσεις. Τα δεδομένα έδειχναν ιδιαιτέρως ανησυχητικά, διότι οι κίνδυνοι εμφανίζονταν συχνά με σχετικούς όρους ―όπως η αύξηση κατά 29% στις καρδιακές προσβολές μεταξύ της ομάδας που χρησιμοποιούσε την ορμόνη και της ομάδας που λάμβανε εικονικό φάρμακο―, παρά με όρους απόλυτου κινδύνου, όπου ο γενικός κίνδυνος για καρδιακή προσβολή αυξανόταν μόλις κατά 0,07% ―από τις 33 στις 40 ανά 10.000 γυναίκες ετησίως.
Η JoAnn Manson, ερευνήτρια της WHI στο Πανεπιστήμιο Harvard, λέει ότι το 2002 δεν είχαν ακόμη πραγματοποιηθεί αναλύσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν τα έτη μετά την εμμηνόπαυση, ενώ μόνο από τα αποτελέσματα των δοκιμών με τα οιστρογόνα το 2004 κατέστη σαφές ότι οι μικρότερης ηλικίας γυναίκες κινδυνεύουν πολύ λιγότερο. Παρά ταύτα, σημειώνει, υπήρχαν υπόνοιες για ηλικιακή επίδραση από προηγούμενες κλινικές δοκιμές και μελέτες σε πειραματόζωα: «Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα όλων των παλαιότερων ερευνών, ίσως υπήρχε λόγος να εξεταστούν προσεκτικότερα οι διαφορές βάσει ηλικίας και χρονικού διαστήματος μετά την εμμηνόπαυση.» Εάν κάτι τέτοιο είχε συμπεριληφθεί στις πρώτες μελέτες, σημειώνει η Manson, θα είχε συμβάλει στο να συσχετισθούν τα αποτελέσματα για τις γυναίκες μικρότερης ηλικίας από όλες τις πλευρές.
Γενικά, πάντως, οι ερευνητές της WHI υποστηρίζουν ότι είναι ευχαριστημένοι με το ότι κατόρθωσαν να εκτροχιάσουν τη συνήθη συνταγογράφηση ορμονών για τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες προχωρημένης ηλικίας. Εντούτοις , λέει η Stefanick, «Μακάρι να διαθέταμε έναν τρόπο να αλλάζουμε την κατά κανόνα ή καθ’ έξιν ακολουθούμενη συνταγογράφηση από το να έχουμε λιγότερους ανθρώπους καταπονούμενους από αυτήν.»
|
|
|
|
|